Ατάκες και αστειϊσμοί
Ανέκδοτα της καθημερινότητας μου
Στην ενότητα αυτή θα βρείτε κάποια από τα λογοπαίγνια ή ατάκες που λέω εγώ ή αστείες καταστάσεις τις οποίες έχω βιώσει (αναφέρω σχετικά). Δεν τα γράφω όλα γιατί είναι πολλά και τα ξεχνάω. Επίσης έχει κάποια που είναι άκρως ακατάλληλα. Βέβαια κάποια που έχω εδώ είναι λίγο «πικάντικα», οπότε προσοχή. Θα αναρτώ αυτά που μπορώ όταν προκύπτουν ή μου έρχονται στη μνήμη.
Ο Ηρακλής κι ο Μίλων
Πήγαινα περίπατο με τα σκυλιά. Σαν επιστρέφαμε στο χωριό από την κάτω γειτονιά μας κάνει ντου ένα σκυλάκι που πάσχιζε να γαβγίσει. Όπως τον έκοψα πρέπει να ήταν διασταύρωση Mini Dobberman με τρωκτικό.
Οι δικοί μου είναι τίγκες τελείως. Αλλά δεν ήθελαν να επιτεθούν στο σκυλάκι—απλά πήγαν να το μυρίσουν.
Εκείνη τη στιγμή ακούω μια ηλικιωμένη κυρία να παρανοεί από την ανησυχία της καθώς κάνει απέλπιδα προσπάθεια να τρέξει προς το μέρος μας:
— Ηρακλή! Ηρακλή! Έλα εδώ γρήγορα. Τρέξε, Ηρακλή. Θα σε φάνε, Ηρακληηηηή!
Εγώ να γελάω ήδη με το όλο σκηνικό. Ηρακλής να σου πετύχει…
— Κυρία, έλα μάζεψε τον Ηρακλή γιατί μας στρίμωξε και μας απειλεί!
Φτάνει κοντά η κυρία λαχανιασμένη:
— Μην φοβάσαι. Δεν δαγκώνει. Αλλά είναι πολύ δυνατός. Γι’αυτό τον ονόμασα έτσι!
Σαν μαζεύει ολάκερο θηρίο στην χούφτα της, συνεχίζει:
— Έχω κι’άλλον ένα.
— Σαν τον Ηρακλή;
— Πιο μικρός είναι. Κι εκείνος παλικάρι!
— Πως τον λες; Μίλων ο Κροτωνιάτης;
Η μικρή Γαλλίδα (Francesinha)
Ένα παλικάρι από το Πόρτο επέμενε πως πρέπει να επισκεφτώ την πόλη του. Μου υποσχόταν όλες τις επίγειες απολαύσεις. Αλλά εγώ εκεί να το παίζω αδιάφορος. «Άσε να δω που το πάει», λέω από μέσα μου.
Σε κάποια φάση γουρλώνει τα μάτια του από ενθουσιασμό.
— Το βρήκα! Θα πάμε στο καλύτερο φαγάδικο να τσακίσουμε κάτι σπεσιαλιτέ. Θα πάθεις πλάκα.
— Για πες…
— Η Francesinha, που σημαίνει η μικρή Γαλλίδα, είναι το καλύτερο γεύμα που υπάρχει. Φαντάσου ένα κοινό τοστ. Ζαμπόν, τυρί, και ψωμί.
— Μάλιστα… Μούφα η Γαλλιδούλα.
— Ναι αλλά έχει κι άλλα!
Σαν το λέει αυτό γεμάτος εθνική υπερηφάνεια, τον βλέπω να χαμογελά. Ο τύπος έχει πωρωθεί τελείως. Συνεχίζει:
— Μπαίνει δεύτερη στρώση με παραπάνω τυρί και ζαμπόν. Ύστερα έχει τρίτη στρώση με λουκάνικο και κομμάτια από χοιρινό. Μετά υπάρχει κι άλλη στρώση με περισσότερα κρεατικά, συν ντομάτα, και ακόμα παραπάνω τυρί. Στο τέλος μπαίνει από πάνω λιωμένο τυρί! Σερβίρεται με τηγανιτές πατάτες. Πως σου ακούγεται τώρα.
— Φιλαράκι, αυτή είναι ο εχθρός κάθε υγείας!
Η καλύτερη μπάλα ποδοσφαίρου
Τον ξερόλα Ελληνάρα τον καταλαβαίνεις από μικρό.
Παίζει να ήμασταν δέκα χρονών. Καθόμασταν με τα παιδιά στην αλάνα. Σε κάποια φάση ρωτάει ο Άντης που δεν κλότσησε ποτέ του μπάλα ποια είναι καλύτερη: η Select ή η Adidas.
Όλα τα παλικαράκια είχαν τις απόψεις τους, αλλά κανείς δεν ήταν σίγουρος. Την λύση δίνει ο Αλμπέρτος, γνωστό «κριάρι» της γειτονιάς (κριάρι είναι ο άμπαλος που τρέχει κοιτάζοντας το πάτωμα):
— Τι μαλακίες είναι αυτές; Η Select την βαράει και την σέρνει την Adidas.
— Γιατί ρε;
— Αυτή έχει ο θείος μου.
— [Όλοι εν χορώ] Καλό ζώο είναι κι ο θείος σου.
Ο πλασιές
Έπαιζε ένα παιχνίδι ο συγγενής που του έδινε τη δυνατότητα να βάλει τρία γράμματα για ψευδώνυμο. Εξυπνάκιας τώρα ο δικός σου, πάει και γράφει “DIK” μπας και παρεξηγηθεί καμιά χαμηλοβλεπούσα του διαδικτύου.
“Φαντάσου”, του λέω, “τον άοκνο πλασιέ που γράφει BIC”.
Ο κουβάς
Είχαμε πάει με το φιλαράκι από το Βέλγιο σε Λιβανέζικο εστιατόριο. Δεν είχε φάει ποτέ έτσι κουζίνα οπότε ήμουν στην φάση του “άσε, ελέγχω”. Παραγγείλαμε διάφορα λοιπόν.
— Φέρε κι ένα ταχίνι ρε παλικάρι (ταχινοσαλάτα η λεγόμενη).
— Είναι επιπρόσθετο το κόστος. Εντάξει;
— Ναι, όλα καλά δικέ μου. Θα τα κανονίσουμε!
Έρχονται τα φαγητά. Εγώ να τσιμπάω λίγο απ’όλα. Ωστόσο ο φίλος μου έχει πάθει πλάκα με το ταχίνι. Ως που να καταλάβω τι έγινε έχει χλαπακιάσει το πιατάκι και περιμένει δεύτερο.
— Παλικάρι, να μας φέρεις άλλο ένα σε παρακαλώ;
— Έφτασεεεε…
Φτάνει το ταχίνι, το καταβροχθίζει ο τύπος. Περνάει κάνα λεπτό, ζητώ και τρίτο. Πάλι τα ίδια. Ανεξέλεγκτος!
Κοιτάζω προς τον πάγκο στην απέναντι μεριά του μαγαζιού. Σηκώνω το χέρι διστακτικά. Με βλέπει ο σερβιτόρος και μου λέει:
— Θέλει τον κουβά;
Ο Νιγηριανός πρίγκηπας
Είμασταν στο γραφείο με έναν φίλο μου. Ο καθένας στον υπολογιστή του. Σε κάποια φάση τον βλέπω να ‘φορτώνει’, εμφανώς ενοχλημένος, έτοιμος να ρίξει γροθιά στην οθόνη…
— Κοίτα ρε, κοίτα! Έχω δέκα νέα μηνύματα. Όλα spam για κάτι σκουπίδια. Κάθομαι σαν το ζώον και τα ανοίγω ένα-ένα.
Τον αφήνω να πάρει ανάσα. Ωστόσο έχω το πονηρό χαμόγελο στα χείλη:
— Είσαι ερασιτέχνης! Εμένα με καλούν να αναλάβω την περιουσία του Νιγηριανού πρίγκηπα.
Δαρβινισμός στο μπαρ
Ο Άκης είναι ιδιοκτήτης μπυραρίας σε τουριστική περιοχή. Είναι επίσης φυσιοδίφης και φίλος της επιστήμης.
Καθόμουν λοιπόν ένα απόγευμα στο μπαρ του. Σε κάποια φάση μπήκε μέσα πολύς κόσμος. Όλοι μονομιάς λες κι έπεσε σήμα πως θα λείψουν τα ξύδια.
Το μπαρ είναι κυκλικό. Γύρω-γύρω οι πελάτες, στη μέση ο Άκης να τρέχει προς όλες τις κατευθύνσεις για να προλάβει. Σβούρα τον έκαναν!
Αφού ηρέμησαν τα πράγματα, ξεκινά τον μονόλογο ενώ πάει να γελάσει κάτω από το ισχνό μουστάκι:
Καλά τα είπε φίλε μου ο Δαρβίνος. Οι οργανισμοί εξελίσσονται και προσαρμόζονται στο περιβάλλον τους.
Που σημαίνει… πως οι απογόνοι μου θα βγάλουν κι άλλα χέρια!
Ο υπολογιστής θυμάται
Ήθελε ο συγγενής να διαβάζει από το κινητό έναν λογαριασμό email που του έχω φτιάξει. Μου στέλνει μήνυμα να βοηθήσω την κατάσταση. Έτσι πήγε η κουβέντα:
— Πες μου λίγο τι επιλογή να βάλω για το security (ασφάλεια σύνδεσης).
— Βάλε SSL/TLS σε port 993…
Ακολουθεί όλες τις οδηγίες κι επανέρχεται:
— Τα έκανα όλα. Σωστά μου φαίνονται. Μάλλον είναι λάθος ο κωδικός. Μήπως τον θυμάσαι;
— Περίμενε να σου πω… i:8LqDWf;hS[2{-*g}\'~Ay/,ZTv5
… Τον θυμήθηκα!
«Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα»
Μου έλεγε ο συγγενής για το μεγαλεπήβολο σχέδιο του για τις καλλιέργειες. Θα σκάψουμε εκεί, θα κόψουμε εδώ, θα χτίσουμε παρακάτω. Φοβερά πράγματα!
Στην πορεία της κουβέντας μου λέει πως στόχος του είναι να φυτέψει δια μιας 5000 σκόρδα.
Έτσι πήγε η κουβέντα:
— Θα βάλω πέντε χιλιάδες σκόρδα. Να γεμίσω τους τόπους. Πουλάμε κιόλας. Αλλά και να μείνουν, θα τα φέρω σπίτι. Τι έχουμε να χάσουμε;
— Τους φίλους μας…
Παρκαδόρες
Στην Κυπριακή επικαιρότητα συζητείται ακόμα το θέμα της πρόσφατης ρατσιστικής επίθεσης κατά Ρωσίδας. Πρώτα μια σύνοψη των στοιχείων της υπόθεσης κι ύστερα το χαλαρό αστείο:
- Κύπριες έβγαιναν από πάρκινγκ.
- Χτύπησαν αυτοκίνητο που ήταν σταματημένο.
- Δεν σταμάτησαν.
- Ρωσίδα που είδε το σκηνικό προσπάθησε να τις σταματήσει.
- Οι Κύπριες κατέβηκαν κι αφού βεβαιώθηκαν πως το αυτοκίνητο δεν ανήκε στην Ρωσίδα άρχισαν να την βρίζουν και να τις επιτίθενται λεκτικά.
- Αυτά καταγράφηκαν σε βίντεο (δες είδηση).
Εγώ δεν παρακολουθώ το θέμα ούτε έχω άποψη, αλλά απλά ακούω τι μου αναφέρουν οι άλλοι. Μου λέει σε κάποια φάση ο συγγενής πως οι Κύπριες είχαν απασχολήσει ξανά την δικαιοσύνη. Ρωτάω εγώ ο εξυπνάκιας:
— Ήταν πάλι σε πάρκινγκ;
— Ναι, ίσως…
Και συνεχίζει χαριτολογώντας ο συγγενής:
— Αν ήμουν εγώ ο δικαστής θα τις αθώωνα, διότι τούτες είναι όπως τις τρελές του χωριού. Θα τους έβρισκα και δουλειά.
— Τι επάγγελμα; Παρκαδόρες;
Ζωντανή μουσική
Είχε πανηγύρια τις 15 του Αυγούστου στο χωριό. Μουσικές παντού. Κάποιες κροτίδες, πυροβολισμοί. Σούβλες να ψήνονται. Γλέντι και φασαρία.
Κάπου στο βάθος στην πιο κάτω γειτονιά τραγουδά μία από αυτές που λέμε «από φωνή κορμάρα». Με έχει ταράξει με την αγριοφωνάρα της!
Φτάνει λοιπόν σπίτι ο συγγενής και με ρωτά:
— Είναι ζωντανή;
— Αυτή ναι. Οι άλλοι δεν ξέρω…
Η τσαμαρέλλα
Στην Κύπρο υπάρχει αλλαντικό από κρέας κατσίκας που ονομάζεται
«τσαμαρέλλα». Να σημειώσω επίσης πως στην Κυπριακή τα δύο σύμφωνα
προφέρονται χωριστά υπό τύπο έμφασης. Παράδειγμα, στην κοινή Ελληνική ο
«παππούς» προφέρετε σαν παπούς
με ένα Πι, ενώ στην Κύπρο είναι
ξεκάθαρα με δύο Πι: παπ-πούς
(παρομοίως έχουμε θάλασ-σα
,
Γιαν-νάκης
, τσαμαρέλ-λα
, κτλ.).
Στο θέμα μας λοιπόν. Τότε που ήταν το πανηγύρι του χωριού είχαν στήσει πάγκο ο ένας μετά τον άλλο δύο πωλητές τσαμαρέλλας. Ο πρώτος είχε όνομα «Τταμάνης» ενώ ο άλλος ήταν ο «Ττήλλαρος».
Περνούσαμε από εκεί με τον συγγενή. Βλέπουμε το σκηνικό. Γυρνώ και του ψιθυρίζω:
— Αυτοί έπρεπε να λένε πως πουλούν Τταμαρέλλα.
Σέρνεις πλοίο
Στην Κύπρο την πετονιά την ονομάζουν “μισίνα” (λεπτό, σχεδόν διάφανο σύρμα που μάλλον είναι από πλαστικό ή κάποιο συνθετικό υλικό).
Καθόμασταν λοιπόν με τον συγγενή που είναι γνωστός για τις υπερβολικές, αλλά κατά βάση εύστοχες, εκτιμήσεις. Είχαμε συζήτηση για μια ανακαίνιση χώρου και πως θα ήταν καλά να κρεμάσουμε κάνα έργο ζωγραφικής στους τοίχους. Το σκεπτικό ήταν να χρησιμοποιηθεί μισίνα για να κρατά τους πίνακες.
Έτσι πήγε η κουβέντα:
— Ρε εσύ που ξέρεις από το ψάρεμα: μας έμεινε λίγη μισίνα. Θέλουμε να την βάλουμε για να κρατά τους πίνακες, αλλά μάλλον θα κοπεί από το βάρος…
— Μα ποια να κοπεί; Η μισίνα; Με ετούτη σέρνεις πλοίο!
Το τηλέφωνο
Είχε χαλάσει η κεφαλή του ντους, το γνωστό στην Ελλάδα ως το «τηλέφωνο του μπάνιου». Έπρεπε λοιπόν να πεταχτώ να αγοράσω ανταλλακτικό, αλλά δεν είχα ιδέα που πουλούν τέτοια είδη. Ήμουν με τον φίλο μου κι αρχίσαμε να ψάχνουμε.
Ρωτάμε έναν άνθρωπο που το έπαιζε ψαγμένος και που, παρεμπίπτοντος, είχε κι έναν σκύλο ονόματι «Βουαγιού»:
— Γείτονα μήπως ξέρεις που θα βρούμε τηλέφωνο του μπάνιου;
— Εννοείται. Να πας εκεί απέναντι από το Ριβάλ (το μπαρ Rival).
— Έγινε, ευχαριστώ!
Πάμε λοιπόν στο «Ριβάλ»… Και απέναντι είχε μαγαζί με κινητά…
Συνεχίζουμε το ψάξιμο, ενώ έχουμε ήδη ξεκαρδιστεί.
Μας λέει κάποιος να επισκεφθούμε τον Ατσαλή, γιατί «πουλάει τα πάντα». Ήταν όμως στην άλλη μεριά της πόλης. Δεν είχαμε εναλλακτική οπότε είπαμε να κινηθούμε κατά κει.
Πάμε κι εμείς κούτσα-κούτσα στην άκρη του κόσμου να βρούμε τον Ατσαλή. Όταν φτάσαμε νιώσαμε άβολα: το κατάστημα ήταν τίγκα στην πολυτέλεια.
— Που ήρθαμε ρε;
Λέω του δικού μου…
— Θα μας «χουφτώσει» αυτός εδώ.
Συμπληρώνει…
Έρχεται να μας εξυπηρετήσει ο γιος του, που ήταν συνομήλικος μας. Τον ξέραμε φατσικά. Του είπα πως θέλουμε τηλέφωνο του ντους και μας πήρε σε κείνη τη μεριά του καταστήματος. Βρίσκω κάτι που μου αρέσει:
— Πόσο πάει αυτό ρε φιλαράκι;
— Αυτό είναι 100 ευρώ.
— Έχεις τίποτα άλλο για μας;
— Πιο φτηνά δηλαδή; Έχω κάτι από εκεί.
— Πόσα πάνε περίπου;
— Γύρω στα 70, 80… Μπορεί να σου το αφήσω και 60.
— Άσε, θα πάρω το κινητό!
Ο Σαντάμ
Είχα πάει με τον φίλο μου στο χωριό του. Σε κάποια φάση μπαίνει μέσα ένας συγχωριανός του που είναι γνωστός μπεκρής. Ήταν λυπημένος. Είχε ήδη κατεβάσει κάμποσα ξύδια.
Ξεκινά λοιπόν η κουβέντα με τον καταστηματάρχη:
— Τι έγινε ρε μεγάλε; Γιατί είσαι έτσι;
— Άσε ρε, χάθηκε ο Σαντάμ…
— Ποιος είναι ο Σαντάμ;
— Τι; Δεν ξέρεις ποιος είναι ο Σαντάμ; Βάααλεεε λίιιγοοοο ούζοοοο να τα πούμε…
Έλα ρε ψηλέ
Είχαμε μια άσκηση με την ομάδα ποδοσφαίρου όπου έπρεπε να κάνουμε τα εξής:
- Παίρνεις την μπάλα στο κέντρο και σκοπός σου είναι να βγάλεις πάσα στα πλάγια.
- Κατόπιν να κινηθείς προς τον συμπαίκτη σου που λαμβάνει την μπάλα και να κάνεις κίνηση στην πλάτη του (στο overlap), κινούμενος προς το κόρνερ.
- Την κατάλληλη στιγμή ο συμπαίκτης σου πρέπει να συγκλίνει προς την περιοχή, να σου δώσει πίσω την μπάλα, να πάει προς το «δεύτερο» δοκάρι, κι εσύ με τη σειρά σου να βγάλεις σέντρα προς την περιοχή.
- Στο μεταξύ θα έρχεται άλλος συμπαίκτης που ξεκινούσε από την αντίθετη πλευρά από αυτή που έκανες την αρχική πάσα. Στόχος του είναι να βρεθεί στο «πρώτο» δοκάρι. Η ομάδα πρέπει να βάλει γκολ με τη δικιά σου σέντρα.
Κάναμε την άσκηση όλοι με την σειρά. Τρεις κάθε φορά. Όλα μια χαρά. Ο κατά τα άλλα πολυλογάς προπονητής—ο κόουτς (coach)—δεν μιλούσε κι απλά έβλεπε.
Σε κάποια φάση παίρνει σειρά ο Κανόνης. Μιλάμε τώρα για ντερέκι ύψους κατά το 1,90. Βγάζει μπαλιά πλάγια ο Κανόνης, βγαίνει ωραία στο overlap, παίρνει στρωμένη πάσα και ετοιμάζεται για σέντρα… Η μπάλα καταλήγει στις καλαμιές.
Κι ακούς την αντίδραση του κόουτς:
Έλα ρε ψηλέ, έλα ρε ψηλέ, έλα ρε ψηλέ…
Παύση, καθώς φορτώνει. Ακούγονται κάτι «ουου» μέσα από το στόμα… Ξεκινάει το παραλήρημα:
Είσαι τόσο ψηλός και δεν μπορείς να βγάλεις μια σέντρα ρε ψηλέ. Μάθε επιτέλους τα βασικά ρε αγόρι μου. Όλοι επιστήμονες θα γίνετε ρε ψηλέ; Μια απλή σέντρα είναι ρε ψηλέ. Να σέντρα στη περιοχή. Έτσι, μαλακά…
Κλοτσάει τη μπάλα ο κόουτς κατά κει, αποτυγχάνοντας να βγάλει σωστή μπαλιά, αλλά δεν πτοείται:
Άντε ρε ψηλέ. Άντε ρε ψηλέ. Άντε ρε ψηλέ… Ρε αν είχα το ύψος σου θα γαμούσα και δέκα πουτάνες, ρε ψηλέ…
Ο ππάππης
Όταν ο σκύλος μου ο Άτλας ήταν ακόμα κουταβάκι (puppy στα αγγλικά), τον πήρα μια μέρα για βόλτα στο πάρκο. Έτυχε να περνάει εκείνη την ώρα μια ετοιμόλογη ξεναγός με κάμποσους τουρίστες από πίσω.
Πάει να παίξει με το σκυλί κι αρχίζει ο δικός μου να δείχνει πόσο ζωηρός είναι. Του λέει τώρα αυτή με αντιφατικό στυλ Κύπριας χωριάτισσας κοσμοπολίτισσας:
— Είσαι π-πάπ-πης, τζι’σαι πελ-λός!
Μόνο μπάλα βρήκα
Κάναμε την καλοκαιρινή προετοιμασία με την ομάδα ποδοσφαίρου. Σκοπός ήταν να δώσουμε βάση στην φυσική κατάσταση, αλλά να αποφύγουμε τους τραυματισμούς. Μας βάζει λοιπόν ο προπονητής—ο «κόουτς» (coach) όπως τον λέγαμε—να παίξουμε 11×11 με την προϋπόθεση πως δεν θα μπαίνουμε δυνατά στις φάσεις.
Ξεκινάει λοιπόν το παιχνίδι. Διαιτητής ο κόουτς, αλλά καθόταν εκτός γηπέδου. Είπαμε πως ήταν χαλαρά.
Εγώ έπαιζα στα χαφ (κεντρικός μέσος). Παίρνω μπάλα και βγάζω προωθημένη με καλές προοπτικές στα αριστερά, στην απέναντι πλευρά από εκεί που ήταν ο κόουτς. Τρέχει ο συμπαίκτης μου, τσιμπάει την πάσα με καλή τεχνική, περνώντας τον αντίπαλο του.
Στο μεταξύ έρχεται από την άλλη με φόρα ο Πελούπης—γνωστό τσεκούρι (ποδοσφαιρικά) που εργαζόταν τα καλοκαίρια σαν ναυαγοσώστης—να διεκδικήσει την φάση πριν βάλουμε γκολ… Αλλά ο άμπαλος έπεσε τάκλιν με τα πόδια ψηλά ως το γόνατο… Μπαμ, πάρε τον κάτω τον δικό μου.
Φωνές και κακό στο βάθος από τον προπονητή:
— Ωωω, ωωω, ωωω… Θα μου σκοτώσεις το παλικάρι! Άσε τα μακροβούτια Τουλούμπι. Μάθε μπάλα!
Συγχύστηκε ο Πελούπης, ωστόσο προσπάθησε να αποποιηθεί των ευθυνών του σηκώνοντας τα χέρια ψηλά (το γνωστό «δεν τον ακούμπησα»):
— Όχι κόουτς, δεν ξέρω τίποτα…
Και συνεχίζει ο τρελός:
— Μόνο πόδια βρήκα!
Ο μάστορας
Τις προάλλες έκαναν κάποια έργα στην γειτονιά. Μας διαβεβαίωσε ο μάστορας πως δεν θα υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις για κανέναν. Φύγαμε λοιπόν ξέγνοιαστοι από το σπίτι. Όταν επιστρέψαμε, διαπιστώσαμε πως είχαν προκληθεί ζημιές, μεταξύ των οποίων ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή της γραμμής Διαδικτύου.
Μου λέει ο συγγενής:
— Πρωτομάστορας να σου πετύχει…
— O προππομάστορας! Όλα στην τύχη.
Της μάνας σου
Είχαμε να παίξουμε ένα φιλικό, αλλά η μισή ομάδα έλειπε. Έβρεχε και γενικά ο σκοπός ήταν απλά να κάνουμε προπόνηση με άλλους παίκτες.
Οι αντίπαλοι ήρθαν από το χωριό. Δεν ήξεραν πως θα χαλάσει ο καιρός και κατέβασαν την καλύτερη ομάδα τους. Εμείς ήμασταν έφηβοι. Αυτοί ήταν όλοι ενήλικες. Κάτι μαντράχαλοι.
Ξεκινάμε το ματσάκι λοιπόν. Επιθετικός μας ο μικρός Γιώργος, γιός του προπονητή. Από πίσω του για «δεκάρι» μοναδική μας επιλογή ήταν ο Ζώης, ο οποίος ήταν τσαπί τελείως…
Που να βρει ευκαιρία ο καημένος ο Γιωργάκης. Είχε δύο σκληροτράχηλους αμυντικούς πάνω του—ο Ντακούρ και ο Σέργιος—που δε του έδιναν ούτε βήμα προτού τον εκτοπίσουν. Ενώ ο Ντάϊκος με τον Γελάτσουρα και τον Σκάρπο που έπαιζαν μπροστά τους σε «κλάδευαν» μόλις ακουμπούσες μπάλα.
Χάσαμε 5-0…
Πάμε στα αποδυτήρια. Νεκρική σιγή. Αρχίζει μετά από λίγο να μιλάει ο κόουτς:
— Έ εντάξει τι περιμένεις; Αφού έχουμε το μαλακισμένο εκεί μπροστά!
Ετοιμόλογος ο Γιώργος:
— Πως θα κερδίσουμε με μαλάκα προπονητή;
— Λες μαλάκα τον πατέρα σου ρε; Τον Χριστό της μάνας σου!
Απάντα ο Γιωργάκης μιξοκλαίγοντας:
— Όλο, όλο… Όλο για τη μάνα μου λες.
— Έ τι θες να λέω; Για τον μαλάκα τον πατέρα σου;
— Ναι.
— Τι είπες ρε; Τώρα, τώρα, τώρα…
Μπερδεύει τα χέρια με τα μακρυά μαλλιά ενώ ψάχνει τα τσιγάρα.
— Κάτσε να σου κάψω το μάτι με το τσιγάρο!
Δεν ανάψανε τα αίματα. Απλά ήταν το γνωστό τους σκηνικό. Ούτε γραμμένα να τα είχαν!
Για την ιστορία, ο κόουτς πραγματικά πίστευε πως είχε κάνει παγκόσμια πρωτοτυπία με το σύστημα των δύο αμυντικών χαφ (4-2-3-1 double pivot) τότε που έβαλε «τον Πρωντοσίλαο με τον Ζώη στο κέντρο, σαν κόφτες που φτιάχνουν και παιχνίδι». Ενώ ο Γιωργάκης που νόμιζε πως είχε το στυλ του Τιερί Ανρί δεν έβαλε ούτε ένα γκολ σε επίσημους αγώνες εκείνη τη χρονιά…
Κουνούπια
Στο εμπόριο υπάρχουν κάτι κολλητικές επιφάνειες που τις κρεμάνε πάνω στα δέντρα για να πιάνονται τα κουνούπια. Έτυχε λοιπόν μια μέρα να έχουμε κουβέντα για το θέμα.
Με ρωτάει ο συγγενής:
— Πως τις λένε εκείνες τις ταινίες για τα κουνούπια;
— Ταινίες τρόμου…
Κοινωνικά δίκτυα
Ο φίλος μου ο Σπύρος έκανε ίσως την πιο σωστή παρατήρηση για την καθημερινότητα των κοινωνικών δικτύων. Λέει:
Σκέφτεσαι καλά τι θα γράψεις και τελικά ανεβάζεις κάτι ψαγμένο. Είσαι ενθουσιασμένος γιατί περιμένεις να αρχίσει κάποια σοβαρή συζήτηση. Τσεκάρεις κάθε λίγο την ροή σου, αλλά δεν κινείται τίποτα. Αρχίζεις να αμφισβητείς τον εαυτό σου. Μετά από καμιά ώρα βλέπεις πως πήρες ένα «μου αρέσει» από την μάνα σου κι ένα σχόλιο από τον κολλητό σου: «άντε ρε μαλάκα».
Θέλω να δω που το πάει. Κουνώ το κεφάλι καταφατικά. Συνεχίζει…
Και όπως κατεβαίνεις την ροή βλέπεις το γκομενάκι που ανέρτησε πριν 5 λεπτά: «πίνω καφέ στο μπαλκόνι». Κοιτάζεις από κάτω κι έχει ήδη 3000 «μου αρέσει», 1000 σχόλια, και 2 Τσάμπιονς Λιγκ!!!
Διαφορά ώρας
Έτυχε τις προάλλες να περιεργαζόμαστε ένα αντικείμενο Κινεζικής κατασκευής. Ήταν καλής ποιότητας, δεδομένων και των προσδοκιών. Ο κατασκευαστής είχε προσέξει κάθε λεπτομέρεια και το έφτιαξε να είναι ανθεκτικό.
Να η σχετική κουβέντα που είχαμε με τον συγγενή. Μου αρχίζει με εκθειασμούς:
— Έκατσε ο Κινεζός κι έφτιαξε το τέλειο πράγμα. Η Κίνα έχει πολιτισμό χιλιάδων ετών. Εμείς δεν είμαστε τίποτα μπροστά τους. Να σου έφτιαχνε έτσι πράγμα ο Κύπριος θα ήθελε εκατό ευρώ τουλάχιστον. Ενώ το αγοράσαμε με δύο ευρώ. Φτηνό και αποτελεσματικό. Είναι πολύ μπροστά οι Κινέζοι. Δεν τους φτάνουμε με τίποτα.
— Είναι πράγματι μπροστά. Έξι ώρες κάθε μέρα!
Φραπές
Όταν πήγα για πρώτη φορά στην Κύπρο σαν ενήλικας πλέον μου έκανε μεγάλη εντύπωση η συνήθεια να πίνει ο κόσμος τον φραπέ του «γλυκό, όλο γάλα». Δηλαδή να ετοιμάζει τον αφρό—χιονισμένο τοπίο από την πολύ ζάχαρη—και να συμπληρώνει μόνο με γάλα. Καθόλου νερό.
Ήμουν λοιπόν στη σειρά. 8 η ώρα το πρωί τώρα. Η μοδάτη κοπέλα μπροστά, με ντύσιμο «υπερ-παραγωγή» έτοιμο για πασαρέλα, παραγγέλνει με απαράμιλλο στυλ:
— Έναν φραπέεε πολ-λάα γλυκίν, ούλον γάλαν, please.
Το ετοιμάζει ο άνθρωπος κι παράλληλα με ρωτά τι θα πάρω.
— Ένα φραπέ θέλω. Πως το λέτε; Χωρίς γαλακτομπούρεκο, πληζ.
Ο Άτλας
Ένα από τα σκυλιά μου ονομάζεται «Άτλας». Είναι σχετικά μεγάλος, 30 κιλά και βάλε. Επιστρέψαμε λοιπόν από περίπατο και μετά από λίγο πήγε να ξεκουραστεί το παλικαράκι. Πάω κι εγώ προς το δωμάτιο σιγά-σιγά και τον βρίσκω απλωμένο ανάσκελα πάνω στο κρεβάτι να κοιμάται του καλού καιρού:
— Είσαι ο Άπλας!