🏆 I provide private lessons on Emacs, Linux, and Life in general: https://protesilaos.com/coach/. Lessons continue throughout the year.

Παρουσίαση για τους συντελεστές της κρατικότητας

Η σημασία της κρατικότητας στο Κυπριακό

Γεια σας, ονομάζομαι Πρωτεσίλαος Σταύρου. Σήμερα θα σας μιλήσω για τους συντελεστές της κρατικότητας. Αυτή η παρουσίαση είναι η δεύτερη στη σειρά. Έχει προηγηθεί η ανάλυση για το δίκαιο της μονομερούς απόσχισης και θα ακολουθήσει και τρίτο επεισόδιο με θέμα την αυτοδιάθεση της Κύπρου. Θα βρείτε τους σχετικούς συνδέσμους στο κείμενο της συγκεκριμένης παρουσίασης στην ιστοσελίδα μου.

Οι συντελεστές της κρατικότητας είναι οι παράγοντες εκείνοι που πρέπει να υπάρχουν ώστε να μπορεί ένα σύνολο κοινωνικών δομών να θεωρηθεί ως κράτος. Αφού καλύψω το θεωρητικό σκέλος, θα εξετάσω την περίπτωση του Κυπριακού ζητήματος. Συγκεκριμένα θα αναλύσω τη συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς του 1977. Ο σκοπός είναι διπλός:

  1. να δούμε αν τα κατεχόμενα πληρούν τους συντελεστές της κρατικότητας, αν είναι κράτος δηλαδή,
  2. αν η συμφωνία του ‘77 μπορεί να κατανοηθεί ως επί της αρχής απόδοση κρατικότητας στην Τουρκική κοινότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, και πιο συγκεκριμένα το Τουρκοκρατούμενο τμήμα του νησιού.

Ας αρχίσουμε λοιπόν με τον ορισμό του κράτους. Κράτος είναι η οργάνωση—το σύνολο κοινωνικών δομών—που διατηρεί το δικαίωμα, και κατέχει τα μέσα, να ασκεί ύπατη πολιτική βούληση εντός του χώρου επιρροής του.

«Ύπατη πολιτική βούληση» σημαίνει κυριαρχία, δηλαδή η ισχύς εκείνη που υπερτερεί όλων των άλλων εντός του πολιτικού συνόλου.

Η κυριαρχία υποδιαιρείται σε ονομαστική και υπαρκτή. Η ονομαστική αφορά τους τύπους, όπως ας όπου τη διεθνή νομιμότητα που λέει πως η Κυπριακή Δημοκρατία έχει δικαίωμα να εκμεταλλευτεί τους φυσικούς της πόρους νότια της Κύπρου. Ενώ η υπαρκτή κυριαρχία καλύπτει το πρακτικό σκέλος, τη δυνατότητα του κράτους να ασκήσει ύπατη πολιτική βούληση.

Αν, παράδειγμα, η Κύπρος αντλήσει το φυσικό της αέριο, τότε στη πράξη θα εφαρμόζει την υπαρκτή της κυριαρχία. Παρομοίως, για όσο η Τουρκία βάζει εμπόδια, η Κυπριακή Δημοκρατία δείχνει πως δεν έχει υπαρκτή κυριαρχία και πως η Τουρκία είναι αυτή που επιβάλλει την κυρίαρχη βούληση της παρά την ονομαστική κυριαρχία της Κύπρου.

Ένεκα του στοιχείου της επιβολής βούλησης, το κράτος πρέπει να κατανοηθεί ως κατ’ αρχήν φορέας δυνητικής βιαιότητας. Είναι, δηλαδή, ο μηχανισμός εκείνος που έχει δικαίωμα αλλά και τα κατάλληλα μέσα να εφαρμόσει την θέληση του, έστω και δια του καταναγκασμού. Μπορεί η λέξη «βία» να μας ακούγεται υπερβολική, ίσως αυταρχική ή, τέλος πάντων, αλλότρια προς τις συνταγματικές αρχές μιας σύγχρονης πολιτείας. Ωστόσο, η δυνατότητα του κράτους να επιβάλει κανόνες, όπως, ας πούμε, να βάλει φόρο στο εισόδημα του καθενός, φανερώνει ακριβώς αυτή τη δυνητικότητα. Το στοιχείο της συναίνεσης, έστω κάποιας πλειοψηφίας, δεν αλλάζει την ουσία της πράξης ως αναγκαστική. Κατά συνέπεια, κυριαρχία είναι η θεσμισμένη ή κοινά αποδεκτή δυνατότητα επιβολής ύπατης πολιτικής βούλησης.

Συντελεστές κρατικότητας

Κρίνω πως υπάρχουν τέσσερις συντελεστές της κρατικότητας, όπως αυτοί προκύπτουν από την μελέτη της πολιτικής ιστορίας, αλλά και της πολιτικής θεωρίας. Επιγραμματικά, πρόκειται για τα μεγέθη των αναγνωρίσιμων δομών εξουσίας, του αυτοελεγχόμενου και οικονομικά βιώσιμου χώρου, της ύπαρξης λαού με αυτεπίγνωση της ομοιογένειας ή συνεκτικότητας του, ως και της δυνατότητας ενιαίας εκπροσώπησης προς τρίτους, ή αλλιώς την εξωτερικότητα του συνόλου αυτού.

Ας εξετάσουμε τους συντελεστές ένα προς ένα.

  • Αναγνωρισιμότητα των δομών εξουσίας. Κάθε κοινωνικό σύνολο διατηρεί συγκεκριμένους τρόπους οργάνωσης της συλλογικής του ζωής και της διυποκειμενικής εμπειρίας. Υπάρχουν νόρμες, παραδοσιακές αξίες, και κάθετες σχέσεις ελέγχου και επιβολής. Κάποιες ομάδες εντός της κοινωνίας—και άτομα εντός αυτών που ξεχωρίζουν—διατηρούν ρόλο καθοδηγητή ή ηγέτη. Οι κοινωνικές δομές μπορεί να προκύψουν οργανικά μέσα από την ιστορική εξέλιξη του κοινωνικού συνόλου, όπου σταδιακά διαμορφώνει τους θεσμούς της εξουσίας που το διέπουν, ή δια τις βίας όπου η ισχυρότερη ομάδα επιβάλλει την βούληση της στους υπόλοιπους και εδραιώνει την κυριαρχία της μέσα στο χρόνο. Σε κάθε περίπτωση, οι δομές εξουσίας πρέπει να αναγνωρίζονται ως τέτοιες. Πρέπει, δηλαδή, τα άτομα που υπόκεινται σε αυτές να έχουν επίγνωση της σημασίας τους και να συμπεριφέρονται αναλόγως. Κατά συνέπεια, η οργάνωση της κοινωνίας, η συλλογική ζωή και η διυποκειμενική εμπειρία, προσαρμόζονται σε αυτές τις κοινωνικές δομές.
  • Αυτοελεγχόμενος και οικονομικά βιώσιμος χώρος. Κάθε κοινωνία διαμορφώνει τη συλλογική της εμπειρία σε ορισμένο χώρο που ελέγχει η ίδια. Ο χώρος είναι απαραίτητη προϋπόθεση της άσκησης εξουσίας. Μόνο όταν οι αρχές ελέγχουν τον χώρο μέσα στον οποίο ζει η κοινωνία μπορούν να επιβάλλουν τη βούληση τους στα άτομα. Αν οι θεσμοί δεν μπορούν να κουμαντάρουν τον χώρο, τότε δεν γίνεται να ασκήσουν έλεγχο κι άρα στη πράξη παύουν να έχουν εξουσιαστικό ρολό. Επίσης, εάν ο χώρος δεν πληρεί φυσικά κριτήρια βιωσιμότητας, όπως γόνιμη γη, πρόσβαση σε νερό και πρώτες ύλες, δυνατότητα ανάπτυξης υποδομών και τα σχετικά, τότε δεν μπορεί να συντηρήσει μία κοινωνία μακροπρόθεσμα. Κατά συνέπεια, χωρίς οικονομική βιωσιμότητα δε μπορεί να σταθεί καμία πολιτεία.
  • Λαός με αυτεπίγνωση της ομοιογένειας ή συνεκτικότητας του. Από πολιτισμικής πλευράς, η βιωσιμότητα μιας κοινωνίας εξαρτάται από τις σχέσεις μεταξύ των ατόμων και των διάφορων κοινωνικών υποσυνόλων. Όπου δημιουργούνται παράλληλες κοινωνικές δομές με αυτές της θεσμισμένης κανονικότητας, όπου δηλαδή ορισμένες ομάδες δεν εντάσσονται στο κοινωνικό γίγνεσθαι, αναπτύσσονται τριβές που δύναται να οδηγήσουν σε συγκρούσεις και αποσχίσεις. Για να θεωρείται συλλογική οντότητα στην πράξη, ο λαός πρέπει να έχει αυτεπίγνωση των χαρακτηριστικών που τον ενώνουν. Δηλαδή τα άτομα πρέπει να αναγνωρίζουν στους συνανθρώπους τους χαρακτηριστικά που έχουν και τα ίδια. Ομοιογένεια ή συνεκτικότητα δε σημαίνει πλήρη ταύτιση με κάποιο συγκεκριμένο αρχέτυπο. Έλλειψη κάθε διαφορετικότητας δηλαδή. Ομοιογένεια αφορά την αλληλοκατανόηση ως προς τα χρηστά ήθη και τις κοινωνικές αξίες, τους ατομικούς και συλλογικούς ρόλους, και, πάνω απ’ όλα, την από κοινού αποδοχή των θεσμών εξουσίας και ανάλογη συμμόρφωση με αυτούς.
  • Δυνατότητα ενιαίας εκπροσώπησης προς τρίτους, ή αλλιώς εξωτερικότητα. Η κοινωνία αυτή που θέτει τους θεσμούς εξουσίας της, ελέγχει τον χώρο της, και διατηρεί την ενότητα της μπορεί παρουσιαστεί ως μία μονάδα προς τρίτους. Μπορεί δηλαδή να έρθει σε επαφή με άλλες κοινωνίες διατηρώντας την ιδιομορφία της. Να σταθεί δίπλα τους—ή σε σύγκριση με αυτές—ως ένα. Στη πράξη, η εξωτερικότητα ενός κοινωνικού συνόλου δείχνει πως οι δομές εξουσίας του μπορούν να διατηρήσουν σχέσεις με άλλες πολιτείες σε όλα τα θέματα της πολιτικής, από τη χάραξη συνόρων, στη σύναψη εμπορικών συμφωνιών, και τα λοιπά. Κατά συνέπεια, η εξωτερικότητα είναι η αντίληψη που διαμορφώνουν οι τρίτοι για το συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο. Πρόκειται για την κατανόηση της ύπαρξης ενός θεσμισμένου, εδαφικά εδραιωμένου, και πολιτισμικά ενωμένου λαού. Η δυνατότητα να διακρίνεται και να ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες δεν έχει σχέση με αυτό που θεωρούμε σήμερα ως διεθνή αναγνώριση, ήτοι την ένταξη στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Αφορά μόνο το γεγονός. Πως η κοινωνία αυτή διατηρεί μία κάποια αυτοτέλεια και πως δεν μπορεί να συγχυστεί με άλλες.

Αυτοί λοιπόν είναι οι τέσσερις συντελεστές της κρατικότητας. Όταν πληρούνται, τότε υπάρχει κράτος. Βέβαια, να επισημάνουμε πως από πλευράς μεθοδολογίας οι συντελεστές αυτοί πρέπει να κατανοηθούν φασματικά κι όχι δυαδικά. Δηλαδή η ύπαρξη τους είναι θέμα βαθμού κι όχι απόλυτης παρουσίας ή απουσίας. Ας πούμε, κάθε κοινωνία έχει διαφορετικούς βαθμούς ομοιογένειας και επίπεδα διαφορετικότητας. Ή, για παράδειγμα, δεν είναι όλες οι δομές εξουσίας το ίδιο ισχυρές. Δε μπαίνουμε λοιπόν σε λογικές του όλα ή τίποτα, αλλά αξιολογούμε την κάθε κατάσταση στα συγκεκριμένα της.

Και να κλείσω αυτή την ενότητα με ένα σχόλιο που έχει και τη σημασία του στη Κύπρο. Σε αντίθεση με τη κοινή πεποίθηση, η διεθνής αναγνώριση δεν είναι ούτε προαπαιτούμενο αλλά ούτε και εγγύηση της ύπαρξης κράτους. Τουναντίον, πρόκειται για επακόλουθο που βασίζεται πάνω σε αυτούς τους τέσσερις συντελεστές. Άλλωστε το λέει και η ίδια η λέξη: αναγνώριση κράτους σημαίνει βασικά πως βάζεις σφραγίδα σε κάτι που ήδη υπάρχει. Αλλιώς θα μιλούσαμε για υποστασιοποίηση, ή δημιουργία εκ των άνω, ετεροθέσμιση και ετερονομία, ή κάτι τέλος πάντων που να υποδηλώνει τον καταλυτικό ρόλο της διεθνούς κοινότητας στην μετατροπή μίας κατά τα άλλα άμορφης σύναξης ατόμων σε εσωτερικά αλληλέγγυα, οργανικώς θεσμισμένη κοινωνική οντότητα, με κραταιή βούληση επί του χώρου της.

Η συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς του 1977

Ας περάσουμε τώρα στο πρακτικό μέρος της παρουσίασης. Ένα από τα σημεία σταθμός του Κυπριακού ζητήματος είναι η Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου της 12ης Φεβρουαρίου 1977 μεταξύ του τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Μακαρίου, και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς. Η συμφωνία αυτή έγινε υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

Πρώτα να σας την διαβάσω κι ύστερα να την εξετάσουμε υπό το πρίσμα των συντελεστών της κρατικότητας.

  1. Επιζητούμε μια ανεξάρτητη, αδέσμευτη δικοινοτική ομόσπονδη Δημοκρατία.

  2. Το έδαφος υπό τη διοίκηση της κάθε κοινότητας πρέπει να συζητηθεί υπό το φως της οικονομικής βιωσιμότητας ή παραγωγικότητας και της ιδιοκτησίας γης.

  3. Θέματα αρχών όπως η ελευθερία διακίνησης, ελευθερία εγκατάστασης, το δικαίωμα περιουσίας και άλλα εξειδικευμένα ζητήματα, είναι ανοικτά για συζήτηση, λαμβάνοντας υπόψη τη θεμελιώδη βάση ενός δικοινοτικού ομοσπονδιακού συστήματος και ορισμένες πρακτικές δυσκολίες, οι οποίες μπορεί να προκύψουν για την τουρκοκυπριακή κοινότητα.

  4. Οι εξουσίες και αρμοδιότητες της κεντρικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης θα είναι τέτοιες, ώστε να διασφαλίζουν την ενότητα της χώρας λαμβανομένου υπόψη και του δικοινοτικού χαρακτήρα του κράτους.

Αυτή είναι η συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς του 1977. Πηγή είναι το Υπουργείο Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ας πάρουμε τα άρθρα ένα προς ένα.

Το πρώτο θέτει το πλαίσιο της συζήτησης. Η διαδικασία των διαπραγματεύσεων αποσκοπεί σε ομοσπονδιακό σύστημα που βασίζεται στην ύπαρξη δύο κοινοτήτων. Δηλαδή όχι μόνο επιβεβαιώνει τις πρόνοιες του Συντάγματος της Ζυρίχης, περί δικοινοτικότητας με τη σημασία που είχε αυτή σε θέματα ποσοστώσεων και παροχής ειδικών προνομίων, αλλά πάει ένα βήμα παραπέρα, μετατρέποντας τις κοινότητες σε δυνητικά συνταγματικά υποκείμενα ενός ομόσπονδου συστήματος. Αυτό ικανοποιεί τον πρώτο συντελεστή της κρατικότητας, δηλαδή την ύπαρξη αναγνωρίσιμων δομών εξουσίας. Οι κοινότητες είναι αυτοτελείς. Η κάθε μία έχει τον ηγέτη της.

Το άρθρο ένα καλύπτει επίσης και τον τρίτο συντελεστή κρατικότητας που αφορά την ύπαρξη λαού με αυτεπίγνωση της ομοιογένειας ή συνεκτικότητας του. Η προϋπόθεση δικοινοτικότητας σημαίνει την ύπαρξη δύο ξεχωριστά ομοιογενών κοινοτήτων. Άλλωστε, οι δύο κοινότητες ήδη συζητούν μεταξύ τους δια των ηγετών τους. Που αυτό με τη σειρά του καλύπτει και τον τέταρτο συντελεστή κρατικότητας που είναι η δυνατότητα ενιαίας εκπροσώπησης προς τρίτους, ή αλλιώς εξωτερικότητα.

Οι Τουρκοκύπριοι παρουσιάζονται ως ένα ενιαίο σύνολο, τόσο ως προς την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά κυρίως, στα μάτια του Γ.Γ. του ΟΗΕ. Αναγνωρίζονται, δηλαδή, ως Τουρκοκύπριοι εκτός των πλαισίων του Συντάγματος της Ζυρίχης. Διότι η συμφωνία αυτή, αλλά και η όλη διαδικασία των διαπραγματεύσεων από τότε, διεξάγεται εκτός της νομιμότητας του κυπριακού συντάγματος. Οι διαπραγματεύσεις γίνονται υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, σε ειδικό νομικό καθεστώς, εντός του οποίου οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι παρουσιάζονται ως ίσοι μεταξύ τους ως προς την κρατικότητα τους.

Ήδη δηλαδή, η ουσία του πρώτου άρθρου της συμφωνίας σε συνδυασμό με την ίδια την ύπαρξη συμφωνίας , καλύπτει τρεις από τους τέσσερις συντελεστές της κρατικότητας. Έμεινε ένας συντελεστής πίσω, που όμως τον συναντούμε στο άρθρο δύο. Να σας το ξαναδιαβάσω:

2 Το έδαφος υπό τη διοίκηση της κάθε κοινότητας πρέπει να συζητηθεί υπό το φως της οικονομικής βιωσιμότητας ή παραγωγικότητας και της ιδιοκτησίας γης.

Εδώ να πούμε πως η φράση «και της ιδιοκτησίας γης» πρέπει να διαβαστεί ως «καθώς επίσης και της ιδιοκτησίας γης». Όλο μαζί αυτό γράφεται έτσι: «οικονομικής βιωσιμότητας ή παραγωγικότητας καθώς επίσης και της ιδιοκτησίας γης». Δηλαδή το καθεστώς ιδιοκτησίας γης πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να συμβαδίζει με την αρχή της οικονομικής βιωσιμότητας ή παραγωγικότητας του χώρου που κατέχουν οι Τουρκοκύπριοι.

Στη πράξη αυτό σημαίνει πως οι Τουρκοκυπριακές δομές εξουσίας πρέπει να μπορούν να ασκούν έλεγχο στις περιουσίες αυτές, κι αυτό συνεπάγεται νομικό καθεστώς που καθορίζουν οι ίδιοι. Έτσι λοιπόν καθίσταται αναπόφευκτη η ταύτιση της κοινότητας με τον χώρο που ελέγχει. Κάτι που στην πορεία εύλογα κατανοήθηκε ως διζωνικότητα που ταυτίζεται με τη δικοινοτικότητα.

Ο τρόπος που έχει γραφτεί το άρθρο δύο δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας. Ικανοποιείται πλήρως ο δεύτερος συντελεστής κρατικότητας που είναι ο αυτοελεγχόμενος και οικονομικά βιώσιμος χώρος. Δίνεται στους Τουρκοκύπριους η εδαφικότητα, αλλά όχι με την απλή έννοια του χώρου, αλλά με την διευρυμένη κατανόηση του χώρου που μπορεί να στηρίξει κράτος από μόνος του. Η αναφορά στην ιδιοκτησία γης έχει άμεση σχέση με τον αυτοέλεγχο. Ενώ η παραγωγικότητα ή οικονομική βιωσιμότητα έχει προεκτάσεις σε θέματα υποδομών, όπως την ύπαρξη λιμανιών, αεροδρομίων, γόνιμης γης, φυσικών πόρων, και οτιδήποτε άλλο αυτά συνεπάγονται.

Τα άρθρα τρία και τέσσερα της συμφωνίας δεν αφορούν άμεσα το θέμα μας. Απλά να πούμε πως υποβαθμίζουν οικουμενικές αξίες σε διαδικαστικά προβλήματα για τους Τουρκοκύπριους που θα ξεπεραστούν στη πορεία για χάρη τους, και πως τελικά η όλη διαδικασία πρέπει να περιστρέφεται γύρω από την ικανοποίηση του αιτήματος για ασφάλεια που έχουν οι Τουρκοκύπριοι ένεκα της τάχα δεδομένης επισφαλούς τους θέσης.

Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε από τη συμφωνία του ‘77 είναι πως πρόκειται για την επί της αρχής παροχή κράτους προς τους Τουρκοκύπριους. Την αναβάθμιση τους, δηλαδή. Εδώ να σημειώσω όμως, πως με τον όρο «Τουρκοκύπριους» δεν αναφερόμαστε πλέον στην Τουρκική κοινότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως αυτή υπήρχε όταν συστάθηκε το κράτος το 1960. Κι αυτό διότι προηγήθηκαν τα γεγονότα του 1963 και της Τουρκικής εισβολής του ‘74 και της μετέπειτα κατοχής. Όταν λοιπόν μιλούμε για «Τουρκοκύπριους» το 1977, αλλά και σήμερα, αναφερόμαστε στο Τουρκοκρατούμενο βόρειο τμήμα του νησιού. Έτσι λοιπόν η συμφωνία του ‘77 δεν παρέχει δικαίωμα κράτους στην Τουρκική κοινότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ωσάν να γύριζε πίσω ο χρόνος, αλλά δίνει χαρακτήρα κρατικότητας στην Τουρκοκρατούμενη μεριά της Κύπρου· στα τετελεσμένα δηλαδή.

Κι αυτό τρία χρόνια μετά την Τουρκική εισβολή και πριν καν συσταθεί η λεγόμενη Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου. Με άλλα λόγια, ο πρώτος που έβαλε σφραγίδα κρατικότητας στα τετελεσμένα που επέβαλε η Τουρκία και οι εγκάθετοι της, ο πρώτος που εργάστηκε για το σκοπό αυτό, ήταν ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος.

Να το πω αλλιώς: ο Μακάριος δέχτηκε να δώσει κράτος στον Τουρκικό βορρά με την συμφωνία που έκανε με τον Ντενκτάς τις 12 Φεβρουαρίου του 1977.

Συμπεράσματα και καταληκτικά σχόλια

Από την ανάλυση των συντελεστών της κρατικότητας, προκύπτει σειρά συμπερασμάτων που έχουν προεκτάσεις στις πολιτικές αποφάσεις και προσανατολισμούς του σήμερα.

Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να εμπεδωθεί πως η διεθνής αναγνώριση από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών δεν είναι ούτε προαπαιτούμενο αλλά ούτε και εγγύηση της ύπαρξης κράτους. Αυτό σημαίνει τουλάχιστον δύο πράγματα:

  1. Όσον αφορά το Κυπριακό η διεθνής αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν αλλάζει τους συσχετισμούς. Δεν μπορεί από μόνη της να δώσει κάποιο είδος πλεονεκτήματος στους Ελληνοκύπριους. Κάτι που βιώνουμε τις τελευταίες δεκαετίες.
  2. Η έλλειψη διεθνούς αναγνώρισης των κατεχομένων δεν στερεί από το μόρφωμα εκείνο την ισότιμη αντιπροσώπευση του στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων. Όταν λένε πως οι συζητήσεις είναι «κυπριακής ιδιοκτησίας» αναφέρονται εμμέσως πλην σαφώς και στις δύο κοινότητες-κράτη που υπάρχουν στη Κύπρο, όπως τα βλέπει ο ΟΗΕ υπό το πρίσμα της διαδικασίας των διαπραγματεύσεων. Και είπαμε πως η αναφορά σε «κοινότητες» είναι παραπλανητική, αν όχι υστερόβουλη, καθώς θεωρεί τον Τουρκοκρατούμενο βορρά ως ένα και το αυτό με την Τουρκική κοινότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως αυτή υπήρχε το 1960.

Συνεπώς, η παρουσία του ΟΗΕ πρέπει να κατανοηθεί όχι ως κατ’ ανάγκη υποβοηθητική της κρατικότητας των Ελληνοκυπρίων. Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν ρόλο διπλωματικό και για να μπορούν να τον εκπληρώσουν μεταχειρίζονται τις δύο πλευρές ως ίσες και όμοιες.

Το δεύτερο συμπέρασμα είναι πως η διαδικασία των διαπραγματεύσεων είναι προβληματική από μόνη της. Η ίδια της η ύπαρξη θέτει αρνητικά προηγούμενα, όπως αυτά που μόλις ανέφερα στο πρώτο συμπέρασμα. Αλλά επίσης, είναι προβληματική διότι εδράζεται πάνω στην συμφωνία του ‘77. Και να επαναλάβω, αυτή η Συμφωνία μεταξύ του Μακαρίου και του Ντενκτάς εγγυάται χαρακτήρα κρατικότητας για την βόρεια Κύπρο, αυτό που τότε ονομαζόταν «Τουρκική κοινότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας» και που σήμερα παρουσιάζεται ως «Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου» με το Τουρκικό στρατό από πίσω, τους έποικους, και τα λοιπά.

Δεν πρέπει λοιπόν να μας φαίνεται παράξενο που οι Τούρκοι μιλούν για δύο κράτη με δυνατότητα ομοσπονδιακών δομών μεταξύ τους. Αφού η κρατικότητα του βορρά είναι το βασικό στοιχείο της συμφωνίας εκείνης. Δεν πρέπει να έχουμε ψευδαισθήσεις πως η διαδικασία αυτή μπορεί να δώσει κάτι λιγότερο από αυτό. Η κρατικότητα του βορρά είναι το ελάχιστο που παίρνουν οι Τούρκοι από τις διαπραγματεύσεις. Να το πω απλά: και μόνο που μπαίνει Ελληνοκύπριος στην αίθουσα των συζητήσεων, αποδέχεται επί της αρχής την κρατικότητα των Τουρκοκυπρίων και όλα τα άλλα που θεωρούνται «κεκτημένα» της διαπραγμάτευσης, όπως το ότι οι έποικοι είναι μέρος του εκλογικού σώματος που ορίζει τον φερόμενο ως Τουρκοκύπριο ηγέτη.

Να το πω και αλλιώς: αντιπολίτευση που απλά θέλει να αλλάξει κάποιες λεπτομέρειες στις συζητήσεις, ας πούμε αν θα είναι τάχα χαλαρή η ομοσπονδία ή όχι, χωρίς να πειράξει το ίδιο το πλαίσιο, απλά χάνει το χρόνο της. Δεν αλλάζει τίποτα ουσιαστικό. Δεν έρχεται σε σύγκρουση με τις αρχές που έθεσε η συμφωνία του ‘77. Δεν αμφισβητεί την επί της αρχής κρατικότητα του βορρά που έδωσε ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Το τρίτο συμπέρασμα είναι πως δεν έχει νόημα το τάχα μεγάλο δεινό του κλεισίματος του φακέλου του ΟΗΕ. Είπαμε πως η διεθνής αναγνώριση δεν είναι προαπαιτούμενο ή εγγύηση της κρατικότητας. Συνεπώς, αν ας πούμε κλείσει ο φάκελος, δεν θα αλλάξει ξαφνικά αυτό που ήδη έχουν από εκεί. Για παράδειγμα, να διεκδικούν τα αέρια που βρίσκονται στο νότο. Το κάνουν σήμερα, θα το κάνουν και αύριο. Θα συνεχίσει να έχει στρατιωτική παρουσία η Τουρκία. Θα παραμείνουν ανοιχτά τα οδοφράγματα και η συνεργασία και αμοιβαία εμπράγματη αναγνώριση μεταξύ των αρχών του βορρά και του νότου. Με λίγα λόγια, η κρατικότητα του Τουρκοκρατούμενου βορρά δεν θα επηρεαστεί καθόλου. Την έχουν ήδη.

Να μην νομίζουμε λοιπόν πως ο ΟΗΕ σήμερα προστατεύσει την κρατικότητα των Ελληνοκυπρίων ή έστω την Κυπριακή Δημοκρατία του 1960 και πως εμποδίζει την Τουρκική πλευρά. Αυτό είναι ένα ψέμα. Μία αφελής και τελικά επικίνδυνη πλάνη, που μας κρατά δέσμιους της συμφωνίας του ‘77 και όλων των τετελεσμένων που ακολούθησαν, συμπεριλαμβανομένου και του λεγόμενου «κεκτημένου» των διαπραγματεύσεων.

Το τέταρτο συμπέρασμα είναι πως είναι παραπλανητικό το δίλημμα μεταξύ ομοσπονδίας και συνομοσπονδίας. Κι αυτό διότι η κρατικότητα του βορρά παραμένει ως σταθερά. Και να εξηγήσω με λίγα λόγια κάτι που θα αναπτύξω στην επόμενη παρουσίαση. Η ιδέα των δύο κρατών δεν είναι αντίθετη με την πρόταση του ομοσπονδιακού συστήματος. Ως πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έπρεπε να το γνωρίζουμε αυτό, διότι η Ευρώπη είναι ένα ομοσπονδιακό σύστημα που αφήνει στα κράτη μέλη ορισμένες από τις αρμοδιότητες που παραδοσιακά χαρακτήριζαν τα ανεξάρτητα έθνη κράτη.

Η Ε.Ε. είναι ομοσπονδιακό σύστημα με κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Ευρωπαϊκού και του εθνικού επιπέδου. Σε κάποια θέματα το Ευρωπαϊκό επίπεδο διατηρεί αποκλειστική κυριαρχία, όπως στη νομισματική πολιτική εντός της ζώνης του ευρώ, ή ζητήματα διεθνούς εμπορίου, τη ρύθμιση των κανόνων της ενιαίας αγοράς, την προστασία και εφαρμογή των θεμελιακών δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών, και τα σχετικά. Άλλες αρμοδιότητες μοιράζουν την κυριαρχία μεταξύ Ευρωπαϊκού και εθνικού επιπέδου εξίσου, όπως τα θέματα της οικονομικής διακυβέρνησης, όπου καθορίζονται οι ετήσιοι προϋπολογισμοί και τίθενται οι διάφοροι μακροοικονομικοί στόχοι για κάθε κράτος χωριστά αλλά και για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση στο σύνολο της. Ενώ σε άλλες πολιτικές, το Ευρωπαϊκό επίπεδο έχει επικουρικό ή συμβουλευτικό ρόλο, όπως ας πούμε στην παιδεία.

Αυτά όλα προβλέπονται στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες που λειτουργούν ως το σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και μάλιστα τίθενται ως συνταγματικές αρχές: οι αρχές της δοτής αρμοδιότητας, της επικουρικότητας, και της αναλογικότητας.

Με λίγα λόγια, βλέπουμε πως η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα πολυεπίπεδο σύστημα κατανομής κυριαρχίας που πετυχαίνει να διατηρεί δομές ομοσπονδίας ενώ τις εναρμονίζει με την ιστορική πραγματικότητα των εθνών κρατών της Ευρώπης. Να μη νομίζουμε λοιπόν, πως υπάρχει κάποια ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ των διαφόρων εκφάνσεων του ομοσπονδιακού συστήματος, ή πως η συνομοσπονδία είναι κάτι που μπορεί να κατανοηθεί χωρίς να αναφερόμαστε στις συγκεκριμένες πρόνοιες του πρωτογενούς δικαίου.

Όλα εξαρτώνται από το πως γίνεται η κατανομή των αρμοδιοτήτων. Δεν υπάρχει εκ προοιμίου «σωστή» ή «λάθος» ομοσπονδία, διότι ομοσπονδία είναι απλά το σύστημα εκείνο που εγγυάται τον κάθετο διαχωρισμό των εξουσιών εντός ενός ευρύτερου πλαισίου συνύπαρξης και συνλειτουργίας των διαφόρων επιπέδων διακυβέρνησης.

Όσοι λοιπόν κάνουν αντιπολίτευση πως δήθεν εργάζονται για να αποφύγουν την συνομοσπονδία, στην πραγματικότητα δεν λένε τίποτα απολύτως. Κενές προτάσεις. Τσάμπα μάγκες.

Τέλος, αξίζει να σχολιάσουμε κι εκείνη τη γνωστή φράση «παρέλαβα κράτος, δεν θα παραδώσω κοινότητα». Η κουβέντα αυτή φαντάζει διεκδικητική ενώ στην πράξη είναι ένα ύπουλος τρόπος συσκότισης και σύγχυσης. Κι αυτό διότι δεν καταγγέλλει τη Συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς του 1977 που εγγυάται χαρακτήρα κρατικότητας στους Τουρκοκύπριους, κι άρα στον Τουρκοκρατούμενο βορρά. Η φράση αυτή είναι πονηρή διότι δίνει την εντύπωση πως η άλλη πλευρά έχει κάτι πολύ λιγότερο από αυτό που έχουμε εμείς. Εμείς, τάχα, έχουμε διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος, ενώ αυτοί έχουν, ας πούμε, απλή κοινότητα. Όπως ήδη εξήγησα, για τη σημασία του ΟΗΕ και τα θέματα της διεθνούς αναγνώρισης σε σχέση με τους συντελεστές της κρατικότητας, αυτό είναι μέγα σφάλμα που φανερώνει τουλάχιστον παντελή αδυναμία κατανόησης των μεγεθών της πολιτικής θεωρίας και πρακτικής.

Είμαι ο Πρωτεσίλαος Σταύρου. Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

Συντελεστές παραγωγής

Η παρουσίαση αυτή έγινε μόνο με χρήση ελεύθερου λογισμικού.

  • Λειτουργικό σύστημα είναι το Debian GNU/Linux.
  • Gedit για την σύνταξη του κειμένου.
  • LibreOffice Impress για την προετοιμασία των διαφανειών της παρουσίασης.
  • ImageMagick για την μετατροπή του αρχείου διαφανειών από ενιαίο pdf σε χωριστά jpg.
  • Audacity για την ηχογράφηση.
  • Kdenlive για την βιντεογράφηση.