Περί φεμινισμού, δικαιοσύνης, και κοινωνικής πολιτικής
Θέλουμε ολιστική προσέγγιση της πολιτικής
Ο φεμινισμός είναι ένα από τα μεγάλα κινήματα της εποχής μας. Μας αφορά όλους, καθώς οι προτάσεις του έχουν αντίκτυπο σε σχεδόν όλες τις πτυχές της διυποκειμενικής εμπειρίας. Οφείλουμε λοιπόν να διαχωρίσουμε τον φεμινισμό από κάθε εξαπλουστευμένη αντίληψη που τον ταυτίζει με κάποιο είδος γυναικό-κεντρικής ομάδας πίεσης που απλά απαιτεί κάποια δικαιώματα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ευρύτερη αντίληψη του δικαίου και της οργάνωσης της κοινωνίας. Συνεπώς καθήκον μας ως αντικειμενικοί αναλυτές είναι να εξετάσουμε τον φεμινισμό υπό το πρίσμα μιας ολιστικής προσέγγισης της πολιτικής πραγματικότητας. Να μη μείνουμε δηλαδή μόνο στο περιεχόμενο του, να μην εθελοτυφλήσουμε, αλλά να αξιολογήσουμε τις προεκτάσεις του σε άλλες πτυχές της πολιτικής που άπτονται θεμάτων του γενικού αγαθού (res publica) που προκύπτει μέσα στην πολιτεία. Να δούμε τον φεμινισμό στη σχέση του με την οικονομία, την κοινωνική πολιτική, τα ζητήματα μετανάστευσης, και τα λοιπά.
Οι δύο γενικές τάσεις του φεμινισμού
Κρίνω πως μέσα στο ευρύτερο φάσμα ετερόκλητων ιδεών που αποτελούν το κίνημα του φεμινισμού υπάρχουν δύο μεγάλες τάσεις όσον αφορά την δικαιοσύνη των φύλων. Η μία είναι δια της αποδοχής της διαφορετικότητας μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας. Διαφορετικότητα πρωτίστως βιολογική. Η άλλη τάση είναι αυτή της εξίσωσης της γυναίκας με τον άνδρα. Εξίσωση σε κάθε έκφανση της συλλογικής ζωής. Σε πολλά θέματα οι τάσεις αυτές ταυτίζονται. Σε άλλα διαφοροποιούνται σημαντικά.
Ας αρχίσουμε με τα κοινά. Ο φεμινισμός θέλει να απελευθερώσει τη γυναίκα από αντιλήψεις, θεσμούς, και παραδόσεις που την αναγκάζουν να συμμορφωθεί σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό ρόλο, που κατά κανόνα θεωρείται κατώτερος από αυτόν του άνδρα. Ζητά την ισονομία. Δηλαδή όλοι να είναι ίσοι μπροστά στο νόμο και να μη γίνονται διακρίσεις με βάση τα χαρακτηριστικά ή ιδιαίτερα γνωρίσματα του κάθε ατόμου. Η απελευθέρωση βέβαια συνεπάγεται σημαντικές αλλαγές, ενίοτε εκ βάθρων. Το πως επιτυγχάνονται αυτές παραμένει ανοιχτό προς συζήτηση. Κι εκεί συναντούμε τις σημαντικές διαφοροποιήσεις στον χώρο.
Ο φεμινισμός που βασίζεται πάνω στην διαπίστωση της βιολογικής διαφορετικότητας—ας τον ονομάσουμε για χάρη αυτού του άρθρου «βιολογικό φεμινισμό»—έχει ως βασικό στόχο της κριτικής του τις διάφορες ιδεοληψίες για την υποτιθέμενη κατωτερότητα της γυναίκας. Αντιλήψεις όπως αυτές περί του «ασθενούς φύλου». Το πρόβλημα έγκειται στην θεμελιακή αδικία της αξιολόγησης της γυναίκας με κριτήρια άνδρα. Κι έτσι συνήθως το αποτέλεσμα είναι η γυναίκα να φαίνεται ως η αδύναμη, ένα είδος ατελούς ή ανεκπλήρωτου άνδρα—αυτό που οι Γάλλοι θα ονόμαζαν άνδρας μονκέ (manqué). Η λύση είναι η γυναίκα να κρίνεται ως τέτοια κι όχι ως το «άλλο» είδος άνδρα.
Ενώ ο εξισωτικός φεμινισμός εστιάζεται στις εμπράγματες διακρίσεις στον χώρο της εργασίας, στα κοινωνικά αξιώματα, στη θέση της γυναίκας σε σχέση με τον άνδρα όσον αφορά τις ευκαιρίες για διάκριση. Το ότι, για παράδειγμά, οι περισσότεροι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων είναι άνδρες, είναι ένδειξη της ανισότητας των ευκαιριών. Το ίδιο ισχύει σε άλλους ρόλους ισχύος και επιρροής, όπως διευθυντές εταιριών, ανώτεροι κρατικοί αξιωματούχοι, και τα σχετικά. Για να μπορέσει η γυναίκα να απελευθερωθεί, θα πρέπει να αρθούν αυτοί οι τεχνητοί περιορισμοί και τα [μετά-]αφηγήματα που τους υποστυλώνουν.
Προεκτάσεις της κάθε προσέγγισης
Θεωρώ πως μόνο μέσα από τη σύνθεση των δύο αυτών τάσεων μπορούν να επιτευχθούν τα επιθυμητά αποτέλεσμα με κοινωνικά βιώσιμο τρόπο. Κι αυτό διότι η κάθε μια από αυτές τις προσεγγίσεις έχει σημαντικά μειονεκτήματα που φανερώνονται μόνο μέσα από τις δυνητικές τους συνέπειες στην ευρύτερη πολιτική ζωή. Ας τα εξετάσουμε προτού πάμε στη συνθετική πρόταση.
Βιολογικός φεμινισμός
Ο βιολογικός φεμινισμός δύναται να καταστεί περιοριστικός για την γυναίκα, εάν κατανοηθεί η διαφορετικότητα ως αιτιολόγηση της υπάρχουσας ανισότητας. Εάν δηλαδή ερμηνευθούν οι σημαντικές διαφορές σε απολαβές, αξιώματα, διακρίσεις, και τα σχετικά ως επιφαινόμενα της βασικής βιολογικής πραγματικότητας. Ένα είδος αυστηρής νομοτέλειας που αγνοεί ή υποτιμά τις πολιτισμικώς θεσμισμένες καταστάσεις.
Για αποφυγή τέτοιων παρεξηγήσεων, αλλά και οποιασδήποτε ψευδοεπιστήμης που θέλει να δικαιολογήσει ή ερμηνεύσει το στάτους κβο, η διαφορετικότητα πρέπει να επικεντρωθεί στον αγώνα για θέσπιση νόμων που να προάγουν την δικαιοσύνη με τρόπο αναλογικό. Κι εξηγούμε: να υπάρξει ένας κώδικας—μια χάρτα αν προτιμάτε—σεξουαλικών και αναπαραγωγικών δικαιωμάτων, ώστε, μεταξύ άλλων, να προστατεύεται η γυναίκα από κακοποιήσεις, αυθαιρεσίες, και εξουσιασμό πάνω στο σώμα της, αλλά και να αναγνωρίζονται οι ιδιαίτερες απαιτήσεις της μητρότητας.
Η αναλογικότητα εδώ αφορά την μέθοδο, δηλαδή να δίνονται δικαιώματα και να προκύπτουν υποχρεώσεις ανάλογες με την σύσταση της κάθε κατάστασης, τους συγκεκριμένους συντελεστές και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι αυτό της δικαιοσύνης (όπως, για παράδειγμα, ζητούμε περισσότερους φόρους για τους πλούσιους παρά για τους φτωχούς, για να επιδιώξουμε την κοινωνική δικαιοσύνη—ενώ αν ζητούσαμε ισότητα στην φορολόγηση, στην ουσία θα ευνοούσαμε τους έχοντες γιατί θα τους μεταχειριζόμασταν με κριτήρια μη εχόντων· πρόκειται για πράξη δυσαναλογίας ή αλλιώς αδικίας).
Εξισωτικός φεμινισμός
Για τον εξισωτικό φεμινισμό, η έμφαση είναι στους τύπους. Κι ενώ είναι σωστή η κριτική του για τα θέματα ίσων ευκαιριών, κινείται πολύ κοντά στις ίδιες τις αντιλήψεις που περιορίζουν τις δυνατότητες της γυναίκας. Κυρίως αυτές που άπτονται της φαντασίωσης του άνδρα μονκέ. Για να γίνει η γυναίκα αρχηγός κράτους, διευθύντρια εταιρίας, κτλ. θα πρέπει να ανταγωνιστεί με τον άνδρα σε όρους ανδρός. Κι αυτό γιατί οι προσδοκίες για τα ηγετικά στελέχη δεν αφήνουν περιθώριο για μεγάλες διακοπές από τα καθήκοντα τους. Δε θα μπορεί η γυναίκα να είναι και αρχηγός και μητέρα, εάν αυτό επιθυμεί. Ή τουλάχιστον η προσπάθεια για εξισορρόπηση των δύο ρόλων θα είναι πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη ενός άνδρα. Να αναγνωρίζονται τα αντισταθμίσματα.
Η εξισωτική προσπάθεια μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στις δημογραφικές δυναμικές κι άρα την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων. Το ότι αυξάνεται το όριο συνταξιοδότησης, οφείλεται στη γήρανση του πληθυσμού. Το ότι υπάρχει ζήτηση για ξένους εργάτες είναι αποτέλεσμα της υπογεννητικότητας. Ενώ θα έπρεπε να δουλεύουμε λιγότερο όσο βελτιώνεται η τεχνολογία, καταλήγουμε να δουλεύουμε παραπάνω και συνήθως με όρους επισφαλούς εργασίας. Αυτό που αλλάζει είναι η σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργατών, όπου το κεφάλαιο συγκεντρώνει ακόμα περισσότερο πλούτο εις βάρος των μη εχόντων.
Η καθεστηκυία αντίληψη για τα θέματα αυτά είναι πως ξεπερνιούνται εύκολα. Έχουμε υπογεννητικότητα; Ας εισάγουμε «εργατικό δυναμικό» από περιοχές του κόσμου όπου έχουν υπεργεννητικότητα. Δε βγαίνουν τα συνταξιοδοτικά; Ας εργαστούμε άλλα λίγα χρόνια, αφού άλλωστε ζούμε περισσότερο. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια ουσιαστικά ισοπεδωτική, επιλεκτικά μηδενιστική, νεοφιλελεύθερη κοσμοθεωρία, την οποία έχει υιοθετήσει και η παλαιά αριστερά με επιμέρους διαφοροποιήσεις.
Οι ξένοι εργάτες δεν είναι απλά «εργάτες» αλλά άνθρωποι που πλαισιώνονται από την ιστορική-πολιτισμική τους πραγματικότητα. Τόσο η παλαιά αριστερά, όσο και οι νεοφιλελεύθεροι θέλουν να αγνοούν αυτή την αλήθεια. Να αποπλαισιώνεται ο άνθρωπος και να κρίνεται ως αριθμός στους συντελεστές παραγωγής ή ως απλό μέλος μιας κοινωνικής τάξης με βασικά ίδια χαρακτηριστικά ανά τον κόσμο. Το αποτέλεσμα της αποπλαισίωσης αυτής είναι να εισάγονται άνθρωποι που έχουν διαφορετικό τρόπο ζωής, χρηστά ήθη και αξίες, από αυτά της εγχώριας κοινωνίας.
Πολυπολιτισμός θα μας πουν! Ωστόσο, όταν βγάλουμε τα ροζ γυαλιά αναγνωρίζουμε πως χώρες που ενεθάρρυναν τη μαζική μετανάστευση για να καλύψουν βραχυπρόθεσμες οικονομικές ανάγκες χωρίς να έχουν ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο, όπως το Βέλγιο και η Γαλλία, αντιμετωπίζουν δεκαετίες ύστερα τις αρνητικές συνέπειες της ασυμβατότητας των διαφορετικών πολιτισμών. Οι ετερογενείς κουλτούρες είναι η βάση της δημιουργίας παράλληλων κοινωνιών, κι άρα της απόκλισης από την κοσμική πραγματικότητα της πολιτείας. Τα γκέτο και όλα τα αρνητικά που επακολουθούν—εγκληματικότητα, τρομοκρατία—φαντάζουν αναπόφευκτα.
Σίγουρα δεν ευθύνεται ο φεμινισμός για αυτά τα φαινόμενα. Απλά σημειώνουμε πως η εμμονή στην εξίσωση ανδρών και γυναικών—η τάση να ταιριάξουμε όλοι στο καλούπι του σούπερ άνδρα—μπορεί να ενδυναμώσει τις δυναμικές αυτές. Να έχουμε ακόμα λιγότερες γέννες, κι άρα ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση στην εισαγωγή εργατών από τρίτες χώρες.
Να βλέπουμε τα πράγματα ολιστικά
Για το διεθνοποιημένο κεφάλαιο, που άλλωστε δε βιώνει τις συνέπειες στις γειτονιές, οι κοινωνικές προεκτάσεις συγκεκριμένων ιδεολογιών δεν είναι καν θέμα. Εξ’ άλλου η εισαγωγή εργατών ρίχνει ακόμα περισσότερο την τιμή της εργασίας και γενικά τις απαιτήσεις που σχετίζονται με αυτή. Όσο για την παλαιά αριστερά, η ύπαρξη ξένων συνήθως λειτουργεί ως εργαλείο προπαγάνδας και ψηφοθηρίας. Παρουσιάζεται ως προστάτης της ισότητας των ανθρώπων και υπερασπιστής των δικαίων τους, πολλές φορές υποκρύπτοντας ή ωραιοποιώντας καταστάσεις.
Κι ενώ συμφωνούμε πως όλοι οι άνθρωποι χαίρουν των ίδιων δικαιωμάτων, και πως δεν πρέπει να κρίνεται κανένας με βάση την παιδεία, γλώσσα, πεποιθήσεις, κι άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, δεν μπορούμε να περιορίσουμε τη συζήτηση στα ψεύτικα διλήμματα του «ξενοφοβικός ή προοδευτικός». Υπάρχει φάσμα επιλογών κι όχι δυαδικές αλήθειες όπως θέλει να κηρύσσει η παλαιά αριστερά. Μπορείς να είσαι φιλάνθρωπος και κοσμοπολίτης1 ως προς την αντίληψη του δικαίου αλλά ταυτόχρονα να αναγνωρίζεις τις πρακτικές δυσκολίες ή και τα ανεπιθύμητα αποτελέσματα μιας ιδεοληπτικής πολιτικής που αγνοεί το επιστητό.
Όλα πρέπει να γίνονται με γνώμονα το τι είναι εφικτό, τι είναι βιώσιμο, και τι βοηθά την κοινωνία και το κράτος να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις του παρόντος αλλά και του μέλλοντος. Ιδεολογική «καθαρότητα» είναι για αυτούς που δεν θέλουν να κυβερνήσουν ή που, τέλος πάντων, δεν επιθυμούν να αναλογιστούν τις συνέπειες της εφαρμογής των ιδεών τους.
Ο φεμινισμός πρέπει να μας ανήκει
Με αυτούς τους όρους πρέπει να διεκδικήσουμε τον φεμινισμό μέσα στην ευρύτερη προσπάθεια της δημιουργίας μιας νέας αριστερής κοσμοθεώρησης. Να μην αφήσουμε τα ζητήματα της δικαιοσύνης μεταξύ των φύλων, και των ανθρώπων εν γένει, στα χέρια των αυτοαποκαλούμενων «προοδευτικών» και των νεοφιλελεύθερων. Προς αυτή τη κατεύθυνση, πρέπει να συνθέσουμε τις μεγάλες τάσεις του φεμινισμού ώστε να αναπτύξουμε πολιτικό λόγο που να επιδιώκει την ισονομία σε συνάρτηση με την αναλογικότητα του δικαίου. Να κρίνουμε καταστάσεις όχι με ποσοτική λογική, αλλά με γνώμονα τις ποιοτικές συνέπειες στον τρόπο ζωής στην οικογένεια και την ευρύτερη κοινωνία. Θέλουμε να καταγγείλουμε τον επιφανειακό γυναικό-κεντρισμό που προωθεί το κατεστημένο, όπως για παράδειγμα την υποβόσκουσα πρόταση της Χίλαρι Κλίντον να εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ για την ιδιότητα της και μόνο ως γυναίκα.
Κάποια από τα απτά αιτήματα που μπορούμε να θέσουμε είναι τα εξής:
- Κώδικα σεξουαλικών και αναπαραγωγικών δικαιωμάτων. Ο νόμος να προστατεύει τη σωματική ακεραιότητα και αυτοπροσδιορισμό των ανθρώπων και το κράτος να βοηθά τα άτομα να εκπληρώσουν τους βιολογικούς τους ρόλους στη δημιουργία απογόνων. Πρακτικά, να αναφέρουμε πως το κράτος μπορεί να δίνει κίνητρα σε επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν γονείς με το να καλύπτει πλήρως τα έξοδα της άδειας μητρότητας και πατρότητας ή/και να προσφέρει φοροελαφρύνσεις σε εργοδότες που δεν κάνουν διακρίσεις εις βάρος [δυνητικών] γονέων.
- Ίση μεταχείριση για ίση εργασία. Να δημιουργηθεί πλαίσιο κανόνων ώστε η μεταχείριση των ανθρώπων στο χώρο της εργασίας να είναι αξιοκρατική. Να μην υπάρχουν διακρίσεις με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε προσώπου. Προς αυτή τη κατεύθυνση, μπορούν να προωθηθούν πολλά έξυπνα μέτρα, όπως για παράδειγμα να επιτραπεί δια νόμου η ψευδωνυμία στην καταχώριση βιογραφικού, ώστε να μη μπορεί ένας εργοδότης να απορρίψει ή να προκρίνει αίτημα με βάση το φύλο του ατόμου ή άλλα χαρακτηριστικά.
- Κατάργηση διακρίσεων σε ρόλους, λειτουργίες, ή αξιώματα. Δεν δύναται να υπάρχουν επαγγέλματα ή τομείς που να παραμένουν κλειστά κλάμπ. Ως απλή αναφορά να φέρουμε το παράδειγμα του στρατού. Ίσως στην αρχαιότητα όπου οι μάχες ήταν σώμα με σώμα η γυναίκα να βρισκόταν σε μειονεκτική θέση. Όμως με τα τεχνολογικά μέσα που υπάρχουν σήμερα, δεν δικαιολογείται οι γυναίκες να εξαιρούνται της στρατολόγησης. Αυτή είναι αδικία τόσο ως προς τους άνδρες όσο και τις γυναίκες. Η διόρθωση της αδικίας αυτής θα επιτρέψει στις γυναίκες να εκπληρώσουν τα καθήκοντα τους απέναντι στο κράτος, θα τους δοθεί η ευκαιρία να επιδιώξουν σταδιοδρομία στη στρατιωτική διοίκηση, ενώ θα επιτρέψει στο υπουργείο άμυνας να μειώσει την αναγκαστική θητεία για όλους λόγω της αύξησης του δυναμικού.
- Επιβράβευση νέων γονέων με σειρά παροχών. Να ενθαρρύνει η κυβέρνηση τις οικογένειες με βοηθήματα όπως φοροελαφρύνσεις ή ακόμα και την χορήγηση κρατικής γης στην ύπαιθρο. Μέτρα σαν αυτά θα επιτρέψουν, μεταξύ άλλων, την αποκέντρωση, την περιφερειακή ανάπτυξη, αλλά και την εν γένει βελτίωση των δημογραφικών μεγεθών. Θα μπορέσουμε λοιπόν να μειώσουμε τα όρια συνταξιοδότησης, ενώ θα ελαχιστοποιηθεί η ανάγκη για εισαγωγή ξένων εργατών, ή, για την ακρίβεια, οι ξένοι εργάτες θα καλύπτουν απαιτήσεις σε εξειδικευμένους τομείς κι όχι στη βάση της παραγωγής (ενώ τώρα οι πλείστοι πάνε εκεί κι έτσι ρίχνουν την τιμή της εργασίας υπέρ των κεφαλαιούχων).
Πολλά άλλα στοιχεία μπορούν να προστεθούν σε αυτή τη λίστα. Η ουσία είναι να θέσουμε τα αιτήματα για δικαιοσύνη μεταξύ των φύλων και των ανθρώπων γενικά μέσα στον ευρύτερο προγραμματισμό για μια δίκαιη κοινωνία όπου επικρατεί το γενικό καλό, με βάση τις αρχές της αναλογικότητας και της βιωσιμότητας. Να ξεφύγουμε από τις σύγχρονες εκφάνσεις του lifestyle φεμινισμού («φεμινισμός» τύπου Χίλαρι Κλίντον), ώστε να επικεντρωθούμε στην ουσία των πραγμάτων. Από τη μία να μην μεταχειριζόμαστε τη γυναίκα σαν άνδρα μονκέ, από την άλλη να μη ζητούμε υπερβολική εξίσωση σε βαθμό ισοπεδωτισμού. Δε θυσιάζονται όλα στο βωμό του βραχυπρόθεσμου κέρδους. Να οργανώσουμε το σύστημα νόμων και πολιτικών προγραμμάτων ώστε να επιτυγχάνουμε την δικαιοσύνη μεταξύ των ανθρώπων μαζί με την κοινωνική αλλά και εδαφική συνοχή μέσα στον χρόνο.
Με άλλα λόγια, να βλέπουμε τα πράγματα ολιστικά, όπου κάθε επί μέρους θέμα πρέπει να ταιριάζει αρμονικά στον ευρύτερο σχεδιασμό. Και, πάνω απ’ όλα, να ξεπεράσουμε την κυβερνοφοβία της παλαιάς αριστεράς που κρύβεται πίσω από την επιδίωξη ιδεολογικής «καθαρότητας». Να σκεφτόμαστε σαν κράτος. Να αναγνωρίζουμε τις συνέπειες των προτάσεων μας και να είμαστε έτοιμοι να τις διαχειριστούμε.
-
Χρησιμοποιώ τη λέξη «κοσμοπολίτης» με την έννοια της αντικειμενικότητας—κι άρα καθολικότητας—της ηθικής, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την αρχαία Ελληνική φιλοσοφία, κυρίως τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Διογένη, τον Ζήνωνα, τους Πυρρωνιστές και άλλους. Η φράση «πολίτης του κόσμου» ανήκει στον Διογένη τον Κυνικό. [^]