Κοινοτισμός και αυτοθέσμιση της θεότητας
Μια νέα αριστερά μπορεί να υποστηρίξει την θρησκευτικότητα στα πλαίσια της αυτονομίας
Η εκ βάθρων αναθέσμιση της κοινωνίας οδηγεί αναπόφευκτα στο θρησκευτικό ζήτημα. Ο επαναστατικός φορέας οφείλει να αναπτύξει θέση που στέκει ως αντίποδας στις μεθοδεύσεις της άρχουσας τάξης ενώ παράλληλα προσφέρει εναλλακτική για την μακροπρόθεσμη επιτυχία της πολιτισμικής αλλαγής που εν μέρει προαπαιτεί η αναθέσμιση και που δίνει νέα ώθηση προς συνεχή πραγμάτωση της.
Προκύπτουν πρακτικά ερωτήματα τακτικής. Πρέπει να αποδεσμευτούμε από την παράδοση πρότερων λαϊκών κινημάτων, ή να εμμείνουμε σε παλαιές αντιλήψεις; Είναι η θρησκεία θεσμός τον οποίο η ανθρωπότητα μπορεί να καταργήσει συλλήβδην, ή πάντοτε θα υπάρχει κάποιο είδος θρησκευτικότητας, ανεξάρτητα των ιδιαιτεροτήτων της κάθε περίπτωσης;
Η παλαιά αριστερά έχει ιστορικά διατηρήσει μια ξεκάθαρη αθεϊστική κοσμοαντίληψη όπου η θρησκεία ως τέτοια θεωρείται αναπόσπαστο κομμάτι της καθεστηκυίας τάξης. Η καταβαράθρωση του καπιταλισμού συνεπάγεται την αποκαθήλωση του θεού. Κατά συνέπεια, ο εμπράγματος κομμουνισμός της Σοβιετικής Ένωσης, της Κίνας, κι αλλού όπου εφαρμόστηκε, επέβαλλε εκ των άνω την αθεΐα, αντικαθιστώντας την πίστη στο θείο με την δουλοπρεπή συμμόρφωση στα διατάγματα του παντοδύναμου κράτους. Όπως φανερώνει η σημερινή Ρωσία, οι κομμουνιστικές μεταρρυθμίσεις δεν προέκυπταν από πολιτισμική βούληση. Τουναντίον παγιώνονταν ως μονοκεντρικός τεχνοκρατικός αυταρχισμός. Ο Σοβιετικός αθεϊσμός απέτυχε να ριζώσει στην συλλογική συνείδηση. Κατόπιν της ένρηξης της ΕΣΣΔ προέκυψε η αναζωπύρωση θρησκευτικών πεποιθήσεων που υπήρχαν προ της επαναστατικής περιόδου. Η θρησκευτικότητα του μέσου Ρώσου είναι πλέον ξεκάθαρη.
Σύγχρονοι αριστεριστές, νοούμενοι ως ευρύ φάσμα πολιτικών προσεγγίσεων, αμφιταλαντεύονται στις τοποθετήσεις τους επί του θέματος. Ορισμένοι παραμένουν πιστοί στην παράδοση του αθεϊσμού, άλλοι αναπτύσσουν εκφάνσεις αθεΐας που εκφράζονται ως εμπράγματος ελιτισμός έναντι συμπολιτών τους, ενώ άλλοι δίνουν έμφαση στην αξία της επιστήμης. Η τελευταία θέση είναι η πιο φρόνιμη. Ωστόσο, ελοχεύει κινδύνους. Μπορεί κι αυτή να οδηγήσει στην υποστήριξη ατεκμηρίωτων ισχυρισμών, όταν πλέον δεν θα δεχτεί να σκεφτεί δίχως συμβιβασμούς.
Ο απρόσεκτος θιασώτης της επιστήμης βλάπτει το αυθεντικό επιστημονικό έργο, καθώς του αποδίδει ιδιότητα που δεν είναι εγγενής σε αυτό: την δυνατότητα της έκφρασης αδιαμφισβήτητων αληθειών. Έτσι προκύπτει ο επιστημονισμός, όπου πλέον η «επιστήμη» δεν αντιπροσωπεύει την μέθοδο έρευνας που διέπετε από της ηθικές αξίες της αναζητητικότητας, αποριτικότητας, διαλεκτικότητας, και παρρησίας. Παρουσιάζεται ως το αντίστοιχο της προφητικής γνώσης που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει.
Ο επιστημονισμός έγκειται στην βασική παρεξήγηση πως αν κάποιο πρόγραμμα είναι επιστημονικοφανές, εάν δηλαδή παρουσιάζεται με στατιστικές, πίνακες, και ορολογίες, τότε σίγουρα περιγράφει την πραγματικότητα με τον πλέον πιστό τρόπο. Η πλάνη αυτή ενισχύεται από την κοινωνική λειτουργία των πιστοποιητικών ανώτατης εκπαίδευσης, συγκεκριμένα την άποψη πως Χ αριθμός διδακτόρων υποστηρίζουν μία θέση, «κι άρα…», ακολουθεί η στρεβλή λογική τους, «εσύ ποιος είσαι να τους αμφισβητήσεις;». Χάνεται λοιπόν η έννοια μιας συμβατικής σοφίας που εμπεδώνεται πλέον ως αυταπόδεικτη ορθή δόξα. Χάνονται επίσης κι όλα τα εκλεπτυσμένα ζητήματα που μπορούν να τεθούν στα πλαίσια της ειλικρινούς επιστημονικής έρευνας, όπως η καταλληλότητα, επάρκεια, και σκοπός των δεδομένων μεθόδων έρευνας αλλά και των ευρημάτων τους.
Ήταν κάποτε αδύνατο να επικρίνεις τον κλήρο καθώς ο λόγος του υποτίθεται προερχόταν κατ’ευθείαν από τον ένα και μοναδικό Θεό. Πάλι, «ποιος είσαι εσύ να αμφισβητήσεις τον Κύριο;». Οδεύουμε ξανά προς αυτή την κανονικότητα, αλλά πλέον τον ρόλο της αυθεντίας τον διαδραματίζει το ομοίωμα της επιστήμης που βρίσκεται σε συμβιωτική σχέση με τον κρατικό μηχανισμό και τους πλατφορμάρχες που ελέγχουν την οικονομία. Τα πρώτα δείγματα μιας τέτοιας στροφής προς τον νέο σκοταδισμό είναι ξεκάθαρα όποτε εκφράζεται σκεπτικισμός έναντι κάποιας πρωτοβουλίας κακοπροαίρετων πολιτικών ή οικονομικών φορέων που επιχειρούν να παρουσιάσουν τα στρατηγήματα του ως αντικειμενική, ήτοι αναπόφευκτη, πραγματικότητα: οι αντιφρονούντες ωθούνται στο περιθώριο και την εξαθλίωση, οι απόψεις τους χαρακτηρίζονται ανυπόστατες ή παρανοϊκές, και τα συναφή.
Είτε πρόκειται για θεϊσμό του κυρίως ρεύματος, είτε αθεΐα Σοβιετικού τύπου, ή σύγχρονος επιστημονισμός, πάντοτε αντιμετωπίζουμε το ίδιο φαινόμενο. Η άρχουσα τάξη ελέγχει τα αφηγήματα που πλαισιώνουν την ζωή μας. Μια ομάδα γραφειοκρατών, πολιτικάντηδων, παπάδων, συνομοτούντων επιχειρηματιών, κτλ. επιβάλουν το πρόγραμμα τους εκ των άνω. Η υποτιθέμενη αλήθεια τους είναι συνάρτηση του αξιώματος ή της ευνοϊκής τους θέσης. Εκεί βρίσκεται το πρόβλημα.
Μία νέα αριστερά οφείλει να αποφύγει τις παγίδες στις οποίες έπεσαν οι παλαιοί επίδοξοι ανασχηματιστές της κοινωνίας. Αντί να απορρίπτουμε εκ προοιμίου την θρησκευτικότητα, ας σκεφτούμε ως γνήσιοι επιστήμονες:
- Γιατί όλοι οι πολιτισμοί διατηρούν κάποια πεποίθηση περί θεότητας;
- Ποια είναι η κοινωνική ή πολιτική χρησιμότητα της οργανωμένης θρησκείας πέρα από τα στενά πλαίσια της διακυβέρνησης;
Σε πολιτικούς όρους, δύναται μια θρησκευτικώς προσδιορισμένη αίσθηση ταυτότητας να ενισχύσει φυγόκεντρες τάσεις των οποίων ο απώτερος στόχος είναι η αυτονομία της τοπικής κοινότητας; Με άλλα λόγια, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την δική μας κατανόηση του θείου ως άρμα για την αναθέσμιση που επιζητούμε στο άμεσο περιβάλλον μας;
Τοπικισμός και θρησκευτική ταυτότητα
Για να ξεφύγουμε από τα μετά-αφηγήματα της καθεστηκυίας τάξης πρέπει να μπορούμε να εντοπίσουμε το κοινό μεταξύ της πολλαπλότητας των φαινομένων που είναι εγγενή της ιδεολογίας που επιζητά ολοένα περισσότερη συγκέντρωση της εξουσίας. Πρόκειται για αυτό που ονομάζω «γιγαντισμό»: την ενίσχυση και εξάπλωση του ιεραρχικού προτύπου οργάνωσης που αποσκοπεί στην περισυλλογή των αρμοδιοτήτων ύπατου ελέγχου στην κορυφή της αλυσίδας λήψης αποφάσεων.
Η παλαιά αριστερά πειραματίστηκε με την δικιά της εκδοχή γιγαντισμού, επιβεβαιώνοντας πως η συσσώρευση της εξουσίας είναι επιβλαβής πρακτική από μόνη της, ανεξάρτητα της τροπολογίας της. Υπό αυτό το πρίσμα είναι που μια νέα αριστερά πρέπει να προτάξει μια πραγματική εναλλακτική προσέγγιση: προγραμματικές θέσεις που αποσκοπούν στην οργάνωση της κοινωνίας ως διανεμημένο σύστημα εν πολλοίς αυτόνομων τοπικών κοινοτήτων, σεβόμενη τις ιστορικές τους ιδιαιτερότητες και συνεχή παρουσία στην γη τους. Οι όποιες συνεργασίες μεταξύ των κοινοτήτων θα προκύψουν μέσα από τις ανάγκες της ζωής, διαμορφώνοντας ένα μοντέλο πολιτείας που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε «οργανική κοινωνία» (ή «οργανική πολιτεία»).
Τι είδους θρησκεία είναι κατάλληλη για μια οργανική κοινωνία; Αυτή είναι η προβληματική που πρέπει να οδηγεί την σκέψη μας.
Ο προ-χριστιανικός, προ-ρωμαϊκός κόσμος της Ευρώπης προσδιοριζόταν από τον πολυθεϊσμό. Χαρακτηριζόταν επίσης από την ποικιλομορφία του και την τοπικότητα στην εκάστοτε κατανομή της ισχύος. Στα πλαίσια του πολυθεϊσμού άνθρωποι της ίδιας κουλτούρας μοιράζονταν κάποιες γενικές αξίες, ωστόσο κάθε κοινότητα διατηρούσε τις ιδιαίτερες δοξασίες και πεποιθήσεις της που δεν περιορίζονταν μονάχα στην λατρεία θεοτήτων. Για παράδειγμα, η θρησκεία σε περιοχές του Ελλαδικού χώρου εκφραζόταν κι ως λατρεία κάποιου θρυλικού ήρωα, όπως τον Ηρακλή.
Ο Ρωμαϊκός ιμπεριαλισμός αναδιαμόρφωσε αυτό το μωσαϊκό της ποικιλότητας. Το έκανε δια της περισυλλογής των αρμοδιοτήτων σε ένα κέντρο εξουσίας, ενώ παράλληλα επέβαλλε από καθέδρας την Ρωμαϊκή εκδοχή του Πανθέου. Εκ πρώτης όψεως, η Ρωμαϊκή πολιτική περί ανεξιθρησκίας φαντάζει ως έκφραση ανοχής: ας υπάρχουν όλοι οι θεοί. Στην ουσία όμως, επρόκειτο για σφετερισμό, αφομοίωση, και τελικά ομογενοποίηση των υπηκόων της αυτοκρατορίας, καθώς ήταν μια συστηματική επιχείρηση για την αλλοτρίωση των τοπικών κοινοτήτων από ένα ανεκτίμητο μηχανισμό της διυποκειμενικής τους ταυτοποίησης: αυτόν της συλλογικής αυτοθέσμισης της θεότητας. Έλεγαν, παράδειγμα, πως η Μινέρβα είναι το ίδιο με την Αθηνά, ωστόσο εννοείτο πως τα αφηγήματα για την υπόσταση της πρώτης καθορίζονταν πλέον από ένα κρατικό μηχανισμό πολύ μακριά από τον τόπο όπου κάποτε λάτρευαν οι άνθρωποι την Αθηνά.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία πάντοτε είχε την τάση να επιβάλει θρησκευτικές προδιαγραφές που ευθυγραμμίζονταν με τις ιμπεριαλιστικές της φιλοδοξίες· τάση η οποία στην πορεία της ιστορίας εκφράστηκε ως εκχριστιανισμός δια πυρός και σιδήρου μέσα από τους νόμους και μεθοδεύσεις, μεταξύ άλλων, των αυτοκρατόρων Θεοδόσιος Α’ και Ιουστινιανός Α’ (και οι δύο γνωστοί ως «Μέγας» αλλά και «Άγιος»).
Το κίνητρο κάθε άρχουσας τάξης είναι να διαμορφώνει υπηκόους σε πρότυπο που συνάδει με τις σκοπιμότητες της. Επιχειρεί να χειραγώγησει τον πολιτισμό, να παρεμποδίσει και τελικά κατευθύνει κάθε αφήγημα που επηρεάζει την κοινωνία, και να πλύνει εγκεφάλους ώστε να πιστεύουν οι υπήκοοι πως η ευδαιμονία τους ταυτίζεται με την συνεχή παρουσία του καθεστώτος που κατά τα άλλα τους βασανίζει (αυτό παραμένει ως σταθερά που περιγράφει και την εποχή μας).
Εκτίμηση μου είναι πως ο πολυθεϊσμός δεν είναι η κύρια αιτία της εμπράγματης ποικιλομορφίας που παρατηρούμε στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο καθώς και σε άλλες κουλτούρες της Ευρώπης (εδώ το «ελληνικό» είναι αναφορά κατά προσέγγιση στις «πόλεις-κράτη στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το έθνος-κράτος της Ελλάδας και γειτονικές χώρες»). Άλλωστε και οι Ρωμαίοι άρχοντες ήταν πολυθεϊστές για πολλούς αιώνες κατά τους οποίους εναντιώθηκαν σε κάθε τοπικότητα προς εξυπηρέτηση του ιμπεριαλισμού τους.
Η διαφορετικότητα την οποία εξετάζουμε εδώ πρέπει να οφείλεται περισσότερο στο γεγονός πως κέντρα επιρροής όπως οι Δελφοί δεν είχαν την απαιτούμενη κυριαρχία ώστε να επιβάλλουν μια ενιαία κοσμοαντίληψη, ενώ απουσίαζε κάποια αντίστοιχη πολιτική οργάνωση, στα πρότυπα της αυτοκρατορίας, που να μπορούσε να εφαρμόσει ένα συγκεκριμένο δόγμα περί θεότητας.
Ο αρχαίος πολυθεϊστής της προ-αυτοκρατορικής περιόδου είχε λοιπόν την ελευθερία να κατανοήσει την θεότητα με όρους που ταίριαζαν στην πολιτική του πραγματικότητα και διάκοσμο. Μπορούσε να αναπτύξει πίστη που αντικατόπτριζε τον τοπικισμό και κοινοτισμό του, μέσα από την λατρεία βουνών, ποταμών, δασών, κτλ. στο περιβάλλον του ως θεότητες που προστάτευαν το ιδιαίτερο οικοσύστημα της περιοχής καθώς και τους ανθρώπους εντός αυτού.
Ο αφελής ρασιοναλιστής θα απορρίψει αυτόν τον τύπο ανθρώπου ως απλοϊκό για την πεποίθηση του πως «ένα κοινό βουνό» μπορεί να θεωρηθεί ως θεός. Εμάς εδώ δεν μας απασχολούν οι θεολογικές προτάσεις, που άλλωστε είναι ατεκμηρίωτες σε όλες τις θρησκείες, αλλά μόνο το γεγονός πως η τοπικώς προσδιορισμένη θρησκευτικότητα επιτρέπει την ανάπτυξη τρόπου ζωής που αποτελεί φυσικό εχθρό στον γιγαντισμό· βίος που όλες οι αυτοκρατορίες επιχείρησαν να εξαφανίσουν και να αντικαταστήσουν με κάποια κρατική ερμηνεία του κόσμου, συμπεριλαμβανομένου και του σύγχρονου φαινομένου της εκκοσμικευμένης θεολογίας της κυβερνητικής.
Το ζητούμενο είναι να ξεπεράσουμε τις φαινομενικότητες της θρησκευτικής καθημερινότητας και να σκεφτούμε πρακτικά σε όρους κοινωνικής οργάνωσης. Ας είναι το γειτονικό βουνό ο θεός μας. Ας το δοξάζουμε ως ζωοδότη του ιδιαίτερου οικοσυστήματος μας, εάν αυτό τελικά απαιτείται για να διαφοροποιηθούμε από αυτούς που επιχειρούν να μας στερήσουν την ελευθερία μας. Θέση μου είναι πως η θεολογία πρέπει να ακολουθεί και τελικά να προσαρμόζεται στις λειτουργίες του πολιτεύματος που θέλουμε να διαμορφώσουμε. Να θεσμίσουμε την θεότητα με τρόπο που να επιτρέπει και ενισχύει τις πολιτικές μας.
Δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία εάν τελικά θα δημιουργήσουμε κάποιον νέο πολυθεϊσμό ή αναβιώσουμε παλαιότερες παραδόσεις. Για χάρη της ανάλυσης, θα μπορούσε θεωρητικά να είναι ωφέλιμη μια ριζοσπαστική ερμηνεία του Χριστιανισμού που θα απέρριπτε κάθε στοιχείο Βυζαντινής θεοκρατίας και που θα έδινε νέα σημασία στην «κοινωνία» ως «τα κοινά» ή το «κοινό αγαθό» και την «εκκλησία» ως «έκκληση [για συμμετοχή στα κοινά]». Αυτή θα θεωρούταν αίρεση, δεδομένου και του πρωταρχικού ρόλου της θρησκείας αυτής ως όργανο στα χέρια των αυτοκρατόρων.
Θα μπορούσε ένας τελείως άλλος Χριστιανισμός να συνάδει με τις αξίες του κοινοτισμού; Ναι, κρίνω πως επί της αρχής αυτό είναι δυνατό. Πόσο πιθανό είναι αυτό όμως, δεδομένης της γιγαντιστικής παράδοσης και ανάλογου αξιακού υπόβαθρου αυτής της θρησκείας; Δεν μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι και να εθελοτυφλούμε. Ξεχάστε το! Ενώ, ας πούμε, οικολογία εμπλουτισμένη με νέες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης και δημιουργικότητας φαντάζει τόσο πιθανή όσο και σωστή. Να τονίσω ωστόσο την ξεκάθαρη πολιτική, εν τέλει επαναστατική, προσέγγιση μου επί του θέματος.
Πέρα από θεολογικές συζητήσεις
Να μην επαναλάβουμε τα σφάλματα της παλαιάς αριστεράς. Η θρησκεία είναι ικανός θεσμός που προέκυψε στην ιστορία της ανθρωπότητας ως μέσο για την διευκόλυνση διαφόρων διαδικασιών στα πλαίσια της πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου χρησιμοποιήθηκε για καλούς σκοπούς κι άλλες όπου αξιοποιήθηκε ως όπλο του γιγαντισμού. Θρησκευτικότητα που εκφράζεται ως τοπική αυτονομία πρέπει να θεωρηθεί θετική καθώς ενισχύει τον καθημερινό αντιγιγαντισμό της κοινότητας, ενώ εγγυάται την μακροπρόθεσμη διατήρηση του ιδιαίτερου στοιχείου της κοινότητας δια του κοινού αγαθού με το οποίο ταυτίζεται.
Εδώ ο αναρχικός θα απαντήσει με παραδείγματα κοινοτήτων που αναπτύσσουν αλληλεγγύη δίχως θρησκευτικό χαρακτήρα. Πρόκειται για ενδιαφέροντα φαινόμενα από τα οποία μπορούμε να μάθουμε πολλά. Ωστόσο αυτά τα δείγματα δεν μπορούν να εφαρμοστούν σε κοινωνίες που δεν προκύπτουν από επιλεκτική συμμετοχή. Ο μέσος αναρχικός έχει σκεφτεί για την πολιτική, την οικονομία, και τα σχετικά, με τρόπους που διαφέρουν από αυτούς του κοινού μη αναρχικού. Όταν μια ομάδα τέτοιων ανθρώπων στήνει μια μικρή κοινότητα στην ουσία δημιουργεί λέσχη ομοϊδεατών που τελικά δεν έχουν καμία σχέση με τον μέσο άνθρωπο.
Κοινωνίες που προκύπτουν φυσικά διακρίνονται για την διαφορετικότητα των ταλέντων και ιδιοτήτων μεταξύ των μελών τους. Δεν μπορούμε να προσδοκούμε από το κάθε άτομο να είναι θεωρητικός. Η θρησκεία είναι λοιπόν η απάντηση στο πρόβλημα της εξεύρεσης ενός γενικού πλαισίου αφήγησης περί ήθους που είναι μεν ολοκληρωμένο αλλά ταυτόχρονα αρκετά απλό ώστε να είναι προσιτό σε όλους. Η θρησκευτικότητα μπορεί να λειτουργήσει ως η βάση της διδασκαλίας σημαντικών αξιών περί τρόπων, δια-προσωπικών σχέσεων, αντίληψη περί των κοινών και της φύσης, και τα σχετικά.
Στην ουσία καλούμαστε να απορρίψουμε την απλοϊκή, δυαδική προσέγγιση για πολύπλοκα θέματα. Να εξετάσουμε τον θεϊσμό από θέση σοφίας και πραγματισμού, όχι πάθους και εμμονής. Οι άνθρωποι πρέπει να μαθαίνουν τρόπους συμπεριφοράς που οδηγούν σε ενάρετα αποτελέσματα. Εμείς ορίζουμε το τέλος με βάση το τι είναι κατάλληλο για τις επαναστατικές μας φιλοδοξίες. Τα υπόλοιπα ας τα συζητούμε στο επέκεινα.
Κράτος το οποίο μπορεί να σου πει ποιος είναι ο θεός σου, είναι αυτό που μπορεί να σταθεί παντοδύναμο απέναντι σου. Να ανακτήσουμε λοιπόν την δυνατότητα θέσμισης της θεότητας εντός της κοινότητας μας, όπως άλλωστε πρέπει να ξαναφέρουμε την υπαρκτή κυριαρχία στον τόπο μας.