Κύπρος: η ανυπαρξία ολιστικής αντιπολίτευσης
Δεν γίνεται να συζητούμε μόνο για το Κυπριακό
Παρακολουθήσαμε άλλη μια εκλογική διαδικασία όπου η δημόσια συζήτηση περιστράφηκε γύρω από ένα θέμα: το Κυπριακό. Όλα τα κόμματα το είχαν ως κύρια προτεραιότητα τους. Παρότι κατανοητή, η συλλογική εμμονή με το ζήτημα πρόκειται για πρόβλημα από μόνο του. Δεν συζητούνται σε βάθος τα άλλα θέματα. Το Κυπριακό επισκιάζει τα πάντα. Ο πολιτικός κόσμος περιορίζεται σε πατριωτικές κορώνες ή μεγάλα λόγια για το «εθνικό μας θέμα» και έτσι συντηρούνται οι κομματικοί συσχετισμοί.
Για παράδειγμα, προειδοποιεί ο τάδε υπεύθυνος πατριώτης πως πρέπει να προσέξουμε ώστε να μην πάμε σε συνομοσπονδία ή χαλαρή ομοσπονδία. Και χειροκροτούν από κάτω. Λες και μπορούμε να ξέρουμε εκ των προτέρων, χωρίς να εξετάσουμε μία προς μία τις πρόνοιες του πρωτογενούς δικαίου, ποιοι είναι οι κάθετοι και οριζόντιοι διαχωρισμοί των εξουσιών, ως προς τα συγκεκριμένα τους, ώστε να διακρίνουμε τις διαφορές της μιας επιλογής από την άλλη. Και λες και μόνο δύο πιθανότητες υπάρχουν. Άλλος που είναι πιο καθαρός πατριώτης αντιπαρέρχεται με τη πρόταση για ενιαίο κράτος. Και πάει λέγοντας. Κούφια λόγια. Διότι όποιος μελέτησε πολιτικά συστήματα και συντάγματα γνωρίζει πως αυτές οι έννοιες δεν ορίζουν κάποια συγκεκριμένη δομή κράτους.
Μεγέθη όπως το ενιαίο κράτος ή η ομοσπονδία είναι γενικές περιγραφές που δεν μπορούν από μόνες τους να αποτυπώσουν τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των πολιτικών συστημάτων όπως αυτά προκύπτουν σε συνάρτηση με τις εκάστοτε ιστορικές-πολιτισμικές διαδρομές των λαών. Παραδείγματος χάρη, η Ισπανία είναι ενιαίο κράτος, αλλά η Καταλονία έχει τη δική της βουλή, κυβέρνηση, σημαία, γλώσσα. Ενιαίο κράτος και η Ελλάδα, που όμως σε αντίθεση με την Ισπανία όλα γίνονται στην Αθήνα. Ενιαίο κράτος και η Κυπριακή Δημοκρατία του 1960 με τις κοινότητες να έχουν ποσοστά συμμετοχής στις δομές του κράτους, κάτι που δεν έχει η Ελλάδα.
Να το θέσω απλά: αντιπολίτευση που παίρνει ένα γενικό όρο της πολιτικής επιστήμης, τον αποπλαισιώνει από τη μέθοδο της επιστημονικής έρευνας, και τον μετατρέπει σε σημαία του αγώνα της, είναι αντιπολίτευση χωρίς ουσία. Σίγουρα, κάποιοι επωφελούνται. Δες για παράδειγμα πόσους επαγγελματίες πατριώτες έχει ο κεντρώος χώρος. Με το Κυπριακό πολλοί έχουν τη δυνατότητα να είναι τσάμπα μάγκες. Οτιδήποτε πουν κερδίζουν διότι οι συνέπειες των λεγομένων τους δεν είναι απτές ή δεν γίνονται κατανοητές άμεσα. Και αυτό γιατί ούτε πρόγραμμα διακυβέρνησης χρειάζεται να καταθέσουν, ούτε να προτείνουν προτάσεις νόμου ή να υποβάλλουν τροπολογίες στη βουλή, ούτε κάποιο μέτρο να εφαρμόσουν ώστε να μπορούμε να το κρίνουμε εκ των αποτελεσμάτων του.
Έτσι όπως έχει παγιωθεί η κατάσταση, το Κυπριακό είναι, για τους σκοπούς της καθημερινής πολιτικής, θέμα εσωτερικής κατανάλωσης. Πέρα από αυτό όμως, το Κυπριακό χρησιμοποιείται και σαν αντιπερισπασμός. Πόσες φόρες ακούσαμε να μιλούν σε βάθος οι πολιτικοί για τις μεγάλες εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Μας είπαν, φέρει πειν, τι ακριβώς είναι οι Μόνιμες Διαρθρωμένες Συνεργασίες για την άμυνα; Πόσοι αναφέρθηκαν στον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων που τίθεται σε εφαρμογή στα τέλη Μαΐου του 2018; Άκουσε κανείς για τις προτεινόμενες τροποποιήσεις στις Ευρωπαϊκές εκλογές και τη πρόταση για πανευρωπαϊκές λίστες υποψηφίων; Πόσες φορές αναλύθηκαν τα θέματα της οικονομικής διακυβέρνησης της ΟΝΕ; Τι συνεπάγεται η πιθανή δημιουργία Υπουργείου Οικονομικών για το ευρώ; Τελικά τι ξέρουν οι πολίτες για όλα αυτά τα μεγέθη που καθορίζουν την καθημερινότητα τους; Οι πολιτικοί έκατσαν να τα μάθουν;
Και δεν είναι μόνο για την Ευρώπη που επικρατεί η τακτική της συσκότισης και αποσιώπησης. Ακόμα και για το ίδιο το Κυπριακό δεν ξέρουμε τίποτα σε βάθος για κεφαλαιώδη ζητήματα όπως τη δημοσιονομική πολιτική της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας ή για την ενοποίηση και εναρμόνιση των χρηματοπιστωτικών συστημάτων βορρά και νότου, το υπολογιζόμενο κόστος, τις απαραίτητες προσαρμογές ή και τις πιθανές αρνητικές συνέπειες. Και άλλα πολλά.
Με άλλα λόγια: τα θέματα είναι λίγα, αλλά και η προσέγγιση είναι επιφανειακή.
Όλα αυτά συνηγορούν στην έλλειψη ολιστικής αντιπολίτευσης. Δεν υπάρχει προγραμματικός σχεδιασμός που να αντιτίθεται στα στρατηγήματα και τους σχεδιασμούς της καθεστηκυίας τάξης. Γενικολογίες, έστω κι αν διαφέρουν μεταξύ τους, δεν συνιστούν αντιπολίτευση αλλά αντίλογο. Η πραγματική αντιπολίτευση έχει σχέδιο δράσης για να υλοποιήσει τις προτάσεις της με αποφασιστικότητα.
Στο μεταξύ η παλαιά αριστερά παραμένει εγκλωβισμένη στις αταβιστικές ιδεολογικές εμμονές της και την οργανωτική της ακαμψία. Είναι φανερό πως υπολείπονται καταρτισμένων στελεχών, ειδικά σε θέματα οικονομικών και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, ο υποψήφιος του ΑΚΕΛ—τάχα ανεξάρτητος—δεν έθεσε τα πράγματα ευθέως. Κάποιες προτάσεις, όπως για την παιδεία ή την άμυνα έμειναν αόριστες ή κόβονταν και ράβονταν στα μέτρα του εκάστοτε ακροατηρίου. Στα κρυφά και πονηρά θα κυβερνηθεί ο τόπος;
Ενώ μια νέα αριστερά θα έβγαινε μπροστά με παρρησία. Παράδειγμα για την παιδεία, θα δημοσίευε από πριν προσχέδιο της νέας εγκυκλίου του Υπουργείου Παιδείας. Να ξέρει ο λαός τι ακριβώς λέει η πραγματική αριστερά για την επικαιροποίηση και επιστημονικοποίηση της παιδείας. Όχι ψιθύρους και κουβεντούλες.
Χρειάζονται νέες ιδέες. Προαπαιτούμενο όμως είναι η αλλαγή προσέγγισης. Θέλουμε σφαιρική αντίληψη των πραγμάτων. Εμπεριστατωμένες θέσεις σε κάθε τι που αφορά το παρόν και το μέλλον μας. Να εξετάσουμε το Κυπριακό αλλά να μπορούμε να δούμε και πέρα από αυτό.
Ας τολμήσουμε, λοιπόν, να σκεφτούμε αλλιώς. Δεν γίνεται να παραμένουμε ηθικά ουδέτεροι σε ζητήματα όπως τη χάραξη μακροπρόθεσμης οικονομικής, κοινωνικής, και περιβαλλοντικής πολιτικής υπό το πρόσχημα ότι αυτά δεν είναι «εθνικά θέματα». Διότι τελικά εθνικό κατάντησε να σημαίνει αυτό που απασχολεί την ταυτότητό-λογία, ήτοι τις συζητήσεις και μετά-αφηγήματα που διαμορφώνονται για το ποιοι είμαστε και τι σημασία δίνουμε σε αυτό.