Περί της ρητορικής για «ψευδοκράτος»
Μένουμε σε τύπους και αγνοούμε τη πραγματικότητα
Διαβάζουμε σήμερα στις ειδήσεις πως έχουν εκλογές στα κατεχόμενα. Όλα τα κείμενα χαρακτηρίζονται από ένα ιδιαίτερο, ευρέως γνωστό λεξιλόγιο που έχουν αναπτύξει οι Κύπριοι δημοσιογράφοι για την περιγραφή της κατάστασης στο Κυπριακό. Φράσεις και προτάσεις που, κατά την γνώμη μου, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ή που συσκοτίζουν παρά να διευκρινίζουν.
Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε, τα νοήματα που έχουμε αναπτύξει, ο τρόπος που προσεγγίζουμε τα πράγματα, μπορούν να δείξουν πολλά για την συλλογική μας κατάσταση. Αν κατανοούμε τα μεγέθη που διαμορφώνουν τη ζωή μας κι αν όντως ξέρουμε τι κάνουμε για βελτίωση των δεδομένων μας. Αξίζει λοιπόν να εξετάσουμε τις λέξεις της κυπριακής δημοσιογραφίας για το κυπριακό και να τις συγκρίνουμε με τη πραγματικότητα ώστε να δούμε κατά πόσο ανταποκρίνονται σε αυτή.
Οι «εκλογές» και η Τουρκοκυπριακή «ηγεσία»
Οι ειδήσεις κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος. Κάποιες λέξεις πάντα μπαίνουν σε εισαγωγικά ώστε να μην θίγεται η ευαίσθητη συνείδηση μας. Σήμερα, λέει, έχουν «εκλογές» οι Τουρκοκύπριοι. Ο αρθρογράφος βάζει τα εισαγωγικά και σώζει τη ψυχή του, διατηρώντας τον πατριωτισμό του ακέραιο. Κατανοητό, δεν τις θεωρούμε νόμιμες, δεν τις αναγνωρίζουμε. Κάπως πρέπει να τις ονομάσουμε. Άλλα είναι έτσι όμως; Είστε σίγουροι πως δεν αναγνωρίζουμε τίποτα από όλα αυτά;
Ας δούμε τι φανερώνουν οι πράξεις και πως η χρήση των εισαγωγικών και των «ορθών» ορισμών μας εμποδίζει από το να δούμε την αλήθεια. Όσο διεξάγονταν οι συνομιλίες, κανένας από τους κρατούντες δεν αμφισβήτησε πως ο κ. Ακιντζί είναι ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων. Με άλλα λόγια, όλοι αναγνώριζαν στο πρόσωπο του κ. Ακιντζί ένα θεσμό. Ένα πολιτικό αξίωμα που λειτουργεί—αλλά και εμπεδώνεται—μέσα σε κάποιες κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Άρα αναγνωρίζοντας τον Ακιντζί ως ηγέτη των Τουρκοκυπρίων αναγνωρίζουμε στην πράξη τουλάχιστον άλλα δύο μεγέθη: (1) την διαδικασία εκείνη που τον ανήγαγε σε αυτό το αξίωμα, και (2) το σώμα των πολιτών που εξέλεξε τον κ. Ακιντζί ως ηγέτη του.
Αν είχαν νόημα οι λεκτικές πιρουέτες της κυπριακής δημοσιογραφίας, τότε θα έπρεπε τουλάχιστον ο κύριος Ακιντζί να ορίζεται ως «ηγέτης» αλλά και το σώμα που αντιπροσωπεύει ως «Τουρκοκύπριοι». Αλλά πάμε άλλου. Ασχολούμαστε με τα επουσιώδη. Αντί να εξετάζουμε την διαχρονική αδυναμία των κυβερνήσεων μας, μένουμε στο επίπεδο του καθωσπρεπισμού. Έτσι δεν μας μένει κριτική σκέψη για τα τεκταινόμενα.
Κι εξηγούμαι: η ίδια η διαδικασία των συνομιλιών, όπως αυτή διεξάγεται υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, αποπλαισιώνει τις δύο κοινότητες από τα όρια του συντάγματος και τις καθιστά ίσες μπροστά στα διεθνή όργανα. Κατά συνέπεια, οι συνομιλίες αφορούν τους «δύο ηγέτες» και τις «δύο κοινότητες». Παρακάμπτονται κατά αυτόν τον τρόπο κεφαλαιώδη ζητήματα νομιμότητας.
Πρώτον, οι δύο κοινότητες δεν νοούνται εκτός του συντάγματος. Πρόκειται για εσωτερική, διοικητική οργάνωση του κράτους. Οι κοινότητες δεν έχουν διεθνή χαρακτήρα, όπως άλλωστε δεν μπορούν να συνάψουν σχέσεις με άλλα κράτη οι δήμοι, τα χωριά, οι επαρχίες. Άρα στη πράξη εντός των διαπραγματεύσεων παρακάμπτεται η κυριαρχία της ίδιας της Κυπριακής Δημοκρατίας ή, κατ’ ακρίβεια, διαιρείται σε δύο ίσα μέρη και κατόπιν μεταβιβάζεται στις κοινότητες. Αυτό ως διαδικαστικό προαπαιτούμενο των συνομιλιών, το sine qua non της όλης διαπραγματευτικής διαδικασίας. Με άλλα λόγια, έκπτωση πριν καν αρχίσουμε.
Δεύτερον, η εκ προοιμίου εξίσωση των κατεχομένων με την τουρκική κοινότητα της Κύπρου, όπως αυτή προνοείτε στο Σύνταγμα, καθιστά τις παρανομίες της κατοχής και του εποικισμού ως επιμέρους προβλήματα που θα τύχουν τεχνικής επίλυσης σε επίπεδο διπλωματίας. Για να το συνδέσουμε με την εμπράγματη αναγνώριση του εκάστοτε Τουρκοκύπριου ηγέτη ως αρχηγού του κατοχικού μορφώματος: ξέρουμε πόσοι εκ των ψηφοφόρων του είναι έποικοι; Κι αν αποδειχθεί ότι ένα μεγάλο ποσοστό ή και η πλειοψηφία δεν είναι πραγματικά Τουρκοκύπριοι, τότε συνεχίζει να ισχύει η εξίσωση των Τουρκοκυπρίων με το κατοχικό καθεστώς; Απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις θα έπρεπε να είχαν δοθεί προτού μπούμε σε συνομιλίες. Το δικό μας προαπαιτούμενο για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων. Ενώ με την διαδικασία του ΟΗΕ οι κυβερνήσεις μας έχουν αποδεχθεί όλα τα τετελεσμένα, έχουν υποβιβάσει το πρόβλημα από συνταγματικό σε κτηματολογικό (με την όλη έμφαση στο εδαφικό-περιουσιακό) και απλά μένει να διαπραγματευτούν τον βαθμό στον οποίο τα αποτελέσματα της εισβολής και του εποικισμού θα γίνουν αποδεκτά δια νόμου. Κι αυτό είναι το «καλό» σενάριο κατά τους κρατούντες.
Τρίτον, και πέρα από τις εμπράγματες αναγνωρίσεις που γίνονται μέσα στη διαδικασία των συνομιλιών, έχουμε τα διάφορα μέτρα για την de facto διευθέτηση του κυπριακού. «Μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης» τα ονόμασαν, λες και η εισβολή και κατοχή ή και η συστηματική υπονόμευση της Κυπριακής έννομης τάξης από το 1963 είναι προβλήματα δυσπιστίας. Όταν η Κυπριακή Δημοκρατία συμφωνεί με το λεγόμενο «ψευδοκράτος» να ανοίξουν τα σύνορα τους, έχουμε στη πράξη μια διακρατική συμφωνία που εδράζεται στην αμοιβαία αναγνώριση των καθεστώτων που την επικυρώνουν και εφαρμόζουν. Αντίστοιχα μέτρα πιθανό να δούμε για τη διαχείριση του ενεργειακού. Συμφωνίες εκ των ενόντων ώστε να έχουν να παίρνουν και οι «Τουρκοκύπριοι» από τα κέρδη. Ευρηματική νομική που από τη μία δε θα συνιστά διεθνή εμπορική συμφωνία, αλλά από την άλλη θα είναι μια νομικά γκρι διευθέτηση που θα δίνει κυριαρχικά δικαιώματα σε θέματα ΑΟΖ και τις προεκτάσεις αυτών. Νομικά γκρι είναι άλλωστε όλες οι σχέσεις τις Κυπριακής Δημοκρατίας με τη Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου. Παίρνουν αυτά που διεκδικούν. «Ψεύτικο κράτος» κατά τα άλλα.
Κριτική εκεί που έχει σημασία
Ένα από τα ισχυρότερα μεγέθη στη πολιτική είναι η αδράνεια. Πολλά πράγματα γίνονται αποδεκτά ή και επαναλαμβάνονται απλά και μόνο γιατί έτσι είθισται, έτσι κάνουν όλοι. Για να απελευθερωθούμε από καλουπωμένες συλλογικές συμπεριφορές σαν αυτές χρειαζόμαστε κριτική σκέψη. Στη προκειμένη περίπτωση πρέπει να καταλάβουμε πως τα λόγια μας δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Δεν περιγράφουν σωστά τις καταστάσεις, αλλά κυρίως, δεν αποδίδουν ευθύνες στους κρατούντες για την ανικανότητα, υποχωρητικότητα, ή και δολιότητα τους.
Και για να το πούμε απλά για τους κακοπροαίρετους: το πρόβλημα είναι πως επαναπαυόμαστε με λεκτικά κολπάκια, χωρίς να ασκούμε κριτική εκεί που πρέπει. Τα πράγματα χειροτερεύουν ή τέλος πάντων εξελίσσονται και παγιώνονται, ενώ εμείς περιοριζόμαστε σε ετικέτες και λέξεις που απλά υποκρύπτουν κάποια φαινόμενα. Σε υποκρισίες, δηλαδή.