Ποια πρέπει να είναι η θέση μας για την Ευρώπη;
Απάντηση στο δίλημμα μεταξύ ρεαλισμού και ιδεαλισμού
Υπάρχουν δύο γενικοί τρόποι σκέψης για τα θέματα της Ευρωπαϊκής πολιτικής. Ο ιδεαλισμός και ο ρεαλισμός. Η βασική διαφορά μεταξύ τους είναι οι προτεραιότητες που θέτουν για την επίτευξη των στόχων τους. Ο ιδεαλισμός δίνει έμφαση στον σκοπό, στην τελική κατάσταση, παρά στο πως θα φτάσουμε εκεί. Ενώ ο ρεαλισμός χρησιμοποιεί το τέλος ως κριτήριο για την αξιολόγηση των παροντικών δεδομένων και την επιλογή της κατάλληλης δράσης υπό τις περιστάσεις.
Οι ιδεαλιστές χωρίζονται σε δύο μεγάλες ομάδες με βάση τις αρχές τους:
- Οικονομικό-κεντρική. Επικεντρώνεται στην κριτική του νεοφιλελευθερισμού ο οποίος θεωρείται η κατεξοχήν συστημική ιδεολογία. Βλέπει στο πρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ένα μηχανισμό που υποτάσσει τα λαϊκά στρώματα στη βούληση του κεφαλαίου. Η Ευρώπη είναι για αυτούς το νομικό-πολιτικό σύστημα που επιβάλλει τη λιτότητα όχι μόνο ως έκτακτη πολιτική σε περιόδους κρίσης, αλλά ως τη νέα κανονικότητα με πολιτικές όπως την κατάργηση των κρατικών νομισμάτων και την αντικατάσταση τους με το ευρώ (κι άρα με την αδυναμία κρατών να ασκήσουν τη δική τους νομισματική πολιτική με βάση τις δημοσιονομικές τους πραγματικότητες). Οι Ευρωπαϊκές Συνθήκες και γενικά οι κανόνες που θεσμίζουν την ενιαία αγορά δεν αλλάζουν μονομερώς, με συνέπεια χώρες όπως η Γερμανία να ασκούν ντε φάκτο ηγεμονικό ρόλο μέσα σε ένα πλαίσιο που είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους. Αυτή η σχολή σκέψης είτε απορρίπτει εξ’ ολοκλήρου την ΕΕ, είτε είναι πιο επιλεκτική με το να εναντιώνεται σε κάθε τι που φέρει το στίγμα του νεοφιλελευθερισμού.
- Πολιτισμικό-κεντρική. Δίνει έμφαση σε κοινωνικά ζητήματα και την ιστορία της Ευρώπης ως πολυεθνική. Η διαδικασία Ευρωπαϊκής ενοποίησης, πρώτα με την ΕΟΚ και τώρα με την ΕΕ, έχει συμβάλλει στην συνεχή ειρήνη μεταξύ των κρατών μελών της. Μόνο ο περασμένος αιώνας είδε τους λαούς της ηπείρου αυτής να σφάζονται μεταξύ τους σε δύο παγκόσμιους πολέμους. Περασμένοι αιώνες είναι κι αυτοί βαμμένοι με αίμα. Η ειρήνη στην Ευρώπη δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Υπό το πρίσμα της ιστορίας, η ειρήνη αποτελεί εξαίρεση. Πρόκειται λοιπόν για επίτευγμα που φανερώνει τη δυνατότητα αυτών των πανευρωπαϊκών θεσμών να παρέχουν ακόμα περισσότερα κοινά αγαθά, όπως ασφάλεια σε ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον, οικονομική σύγκλιση μεταξύ των χωρών, και καθολική εφαρμογή θεμελιακών ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για αυτούς τους αριστερούς η Ευρώπη είναι το μέλλον, η καλύτερη λύση στην δύσκολη ιστορία της Ευρωπαϊκής ηπείρου, αλλά και ο πλέον επιθυμητός τρόπος να ασκήσουν οι λαοί την συλλογική τους κυριαρχία με σκοπό τον αυτοπροσδιορισμό τους στο διεθνές στερέωμα τόσο ως προς τρίτες χώρες αλλά και ενάντια στα στρατηγήματα των πολυεθνικών εταιριών.
Από την άλλη υπάρχουν οι ρεαλιστές, όπως ο παρών αρθρογράφος, που ναι μεν μπορεί να έχουν τα ίδια ιδανικά με τις προαναφερθείσες ομάδες αλλά ασχολούνται παραπάνω με τα πρακτικά της πολιτικής διαδικασίας. Με το εδώ και τώρα, με το πως μπορούν να αξιοποιηθούν στο μέγιστο βαθμό τα υπάρχοντα μέσα άσκησης πολιτικής βούλησης.
Ειρήσθω εν παρόδω, να αναφέρουμε πως πολλοί που αυτοπροσδιορίζονται ως «ρεαλιστές» είναι στην πραγματικότητα κομφορμιστές, δηλαδή δικαιολογούν το γεγονός πως έχουν συμβιβαστεί πλήρως με το κατεστημένο και πως το καλούπι στο οποίο έχουν μπει είναι η μόνη εφικτή επιλογή. Δε μιλάμε για αυτούς. Οι ρεαλιστές δεν δέχονται το παρόν ως αμετάβλητο. Το αναγνωρίζουν ως σημείο αναφοράς κι από εκεί και πέρα εργάζονται για την σταδιακή εφαρμογή των στόχων τους. «Δύο βήματα εμπρός κι ένα πίσω» είναι προτιμότερα από το να επιθυμούμε καθολικές αλλαγές χωρίς συγκεκριμένο πλάνο και τελικά να μην παίρνουμε τίποτα.
Ως προς την Ευρωπαϊκή προοπτική, οι ρεαλιστές δέχονται επί της αρχής την ΕΕ ως μηχανισμό που προσφέρει κάποιες δυνατότητες βελτίωσης της υπάρχουσας κατάστασης. Για παράδειγμα η απεμπλοκή μας από την Αμερικανική ηγεμονία, που σήμερα εκφράζεται κυρίως μέσω του ΝΑΤΟ, μπορεί να γίνει χωρίς συγκριτικές απώλειες ως προς το διεθνές στερέωμα μόνο μέσα από τη δημιουργία κοινών αμυντικών θεσμών μεταξύ των Ευρωπαίων. Για παράδειγμα η αξιοποίηση του Άρθρου 42 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ειδικά το θέμα της μόνιμης διαρθρωμένης συνεργασίας όπου θα μπορούσε μια ομάδα κρατών, ας πούμε, ο Ευρωπαϊκός Νότος—Κύπρος, Ελλάδα, Ιταλία, Μάλτα, Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία—να εργαστεί προς ενοποίηση των στρατιωτικών του δομών (η Κυπριακή κυβέρνηση θα έπρεπε να προτείνει κάτι τέτοιο στην επικείμενη άτυπη σύνοδο κορυφής των κρατών του Ευρωπαϊκού Νότου).
Πιο πρακτικά, οι ρεαλιστές βλέπουν πως η βελτίωση της καθημερινότητας μας προϋποθέτει εξορθολογίκευση κάποιων Ευρωπαϊκών θεσμών. Σε θέματα μακροοικονομίας, υπάρχει το μέγα θέμα της οικονομικής διακυβέρνησης. Η ζώνη του ευρώ λειτουργεί με ενιαία νομισματική πολιτική αλλά χωρίς την αντίστοιχη δημοσιονομική πολιτική. Έτσι δεν μπορούν να εφαρμοστούν τα κατάλληλα μέτρα για την εδαφική συνοχή και ισόρροπη ανάπτυξη της επικράτειας. Μηχανισμοί όπως ένα κοινό ταμείο και η δυνατότητα έκδοσης ευρώ-ομολόγου θα διόρθωναν αυτή την ασυμμετρία. Παρομοίως, το ευρώ μοιάζει με ένα κράτος χωρίς μία κυβέρνηση. Για την άσκηση πολιτικής υπάρχει το λεγόμενο «Ευρωπαϊκό εξάμηνο» όπου τα κράτη μέλη σε συνεργασία με τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς (Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνωστή κι ως Κομισιόν, Ευρωκοινοβούλιο, Συμβούλιο της ΕΕ) προσπαθούν να συντονίσουν τις οικονομικές τους πολιτικές. Δύσκολη και μάλλον αναποτελεσματική προσέγγιση. Ενώ μια κανονική Ευρωπαϊκή κυβέρνηση θα μπορούσε να ασκήσει αυτό το ρόλο με καλύτερο τρόπο και με στόχο την προώθηση του γενικού καλού παρά τα κουτσουρεμένα προγράμματα που προκύπτουν από τον συμβιβασμό μεταξύ των διαφόρων εθνικών προτεραιοτήτων (άλλωστε πόσες φορές μείναμε σε αναμονή ως που να ολοκληρωθούν οι εκλογές σε μια χώρα με βαρύνουσα άποψη;).
Βέβαια πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η ενίσχυση της ΕΕ είναι δίκοπο μαχαίρι. Από τη μία θα μπορεί να διορθώσει ατέλειες του σήμερα, αλλά από την άλλη θα της παρέχεται η δυνατότητα να ασκήσει με ακόμα πιο σκληρό τρόπο τις διάφορες πολιτικές καταστολής των λαϊκών δικαίων. Κι εδώ είναι που πρέπει να προσεγγίζουμε τα θέματα ολιστικά. Να σκεφτόμαστε σαν κράτος κι όχι ως απερίσκεπτοι του περιθωρίου. Αν κρίνουμε πως είναι πιο πιθανό να αλλάξουμε πολιτικές μέσα από τη βελτίωση των θεσμών παρά δια της οδού του απομονωτισμού και των καφενειακών αφορισμών, τότε πρέπει να εξετάσουμε τις πολιτικές στις λεπτομέρειες τους. Μόνο αν ξέρουμε τα θέματα μπορούμε να επηρεάσουμε τις αποφάσεις. Δεν αρκούν οι ιδέες και τα ιδανικά. Θέλουμε και τεχνική γνώση, αντίληψη του συγκεκριμένου. Προτιμούμε εμπεριστατωμένες απόψεις και έξυπνους τρόπους αξιοποίησης όλων των μέσων που επιτρέπουν την επίτευξη των στόχων μας ή που έστω μας οδηγούν πιο κοντά σε αυτούς.
Απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα για την Ευρωπαϊκή προοπτική
Ας δούμε κάποια από τα μεγάλα θέματα και πως ο ρεαλισμός μπορεί να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που πολλές φορές τίθενται από τους ιδεαλιστές συντρόφους μας:
- Η ΕΕ μας στερεί την κυριαρχία, οπότε γιατί να μην βγούμε και να ορίσουμε τις τύχες μας; Ζητήματα κυριαρχίας δεν είναι μονοδιάστατα. Αξίζει να διαχωρίσουμε την εντύπωση της κυριαρχίας, αυτό που στα χαρτιά αναγνωρίζεται ως εθνική κυριαρχία, από την ουσία που είναι ο έλεγχος επί των συντελεστών διακυβέρνησης και η δυνατότητα της εφαρμογής κυρίαρχης βούλησης. Εθνική κυριαρχία χωρίς, για παράδειγμα, τη δυνατότητα του κράτους να επιβάλλει φόρους στο κεφάλαιο (ένεκα της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίου) είναι δώρο άδωρο. Σε τέτοια περίπτωση η συνεργασία με άλλα κράτη μπορεί να ενισχύσει την υπαρκτή κυριαρχία έστω και αν η ονομαστική κυριαρχία μειώνεται. Να επιτρέψει δηλαδή στα κράτη να ανταλλάζουν πληροφορίες, να εναρμονίζουν τους νόμους τους και να μην αφήνουν περιθώριο στις εταιρίες να φοροδιαφύγουν. Είπαμε πως πρέπει να σκεφτόμαστε σαν κράτος. Μέλημα μας λοιπόν είναι να ενισχύσουμε την δύναμη μας στη πράξη. Το να πράξουμε τα ίδια με το Ηνωμένο Βασίλειο, να πάρουμε δηλαδή το δρόμο του «Brexit» κι ύστερα να θέλουμε να ξανακάνουμε εμπορικές συμφωνίες με όλο τον υπόλοιπο κόσμο, είναι ενέργεια που βασίζεται στο θυμικό. Δε βοηθά στην ουσιαστική βελτίωση της κατάστασης μας. Καμία χώρα δε μπορεί να σταθεί από μόνη της στη διεθνή σκακιέρα. Θέλουμε συμμάχους, τρόπους ενίσχυσης της υπαρκτής μας κυριαρχίας, εδικά όταν η συγκριτική μας δύναμη είναι περιορισμένη.
- Δεν μας αρέσει η σημερινή Ευρώπη, γιατί να τρέφουμε ψευδαισθήσεις και να την υποστηρίζουμε; Διότι δεν εξετάζουμε το θέμα από μόνο του. Αυτή είναι η εύκολη και συνήθως λανθασμένη μέθοδος. Τουναντίον κάνουμε συγκριτική έρευνα και αναλογιζόμαστε τις εναλλακτικές: κατά πόσο αυτές είναι προτιμότερες από την υπάρχουσα κατάσταση. Για παράδειγμα, εμείς εδώ στη Κύπρο ζούμε σε ένα κράτος που είναι ένα μετά-αποικιακό μόρφωμα. Οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου στερούν από τον λαό μας την πλήρη κυριαρχία του. Είμαστε ενάντια στις Συνθήκες Εγγυήσεως και Συμμαχίας και στην γενική λογική του συντάγματος να προνοεί άρθρα που δεν δύναται να αλλάξουν. Όταν θα πάρουμε την εξουσία αυτά θα τα καταργήσουμε ως κυρίαρχος λαός. Όπως κι αν έχει, στο ερώτημα «Κυπριακή Δημοκρατία ή κάτι άλλο» (πχ. ανέφικτη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία) εμείς θα προτιμήσουμε την πρώτη επιλογή εάν κρίνουμε πως η εναλλακτική είναι χειρότερη. Αυτό δεν αλλάζει την άποψη μας για το συγκεκριμένο σύστημα. Πίσω στο θέμα της Ευρώπης, είναι αμφίβολο κατά πόσο η έξοδος μας από την ΕΕ θα ενισχύσει τη θέση μας, ειδικά σε θέματα που άπτονται της οικονομίας. Η ανάγκη μας να διατηρήσουμε το βιωτικό μας επίπεδο θα μας καταστήσει ευάλωτους σε οικονομικά επεκτατικές πολιτικές όπως αυτές της Κίνας. Τουλάχιστον μες την ΕΕ μπορούμε να επηρεάσουμε πολιτικές, έστω κι αν απαιτείται αγώνας με την συνεργασία άλλων λαών (και γι’ αυτό να μην βλέπουμε μόνο το μικρόκοσμο μας αλλά τη μεγάλη εικόνα). Και να αναφερθούμε ξανά σε μια Κυπριακή πραγματικότητα όπως τις κοινές αμυντικές ασκήσεις με το Ισραήλ. Η κυβέρνηση δεν έχει συνάψει καμία αμυντική συμφωνία με αυτή τη χώρα. Απλά τους δίνει το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τον Κυπριακό χώρο. Και ρωτούμε εμείς οι σκεπτικιστές, δεσμεύεται το Ισραήλ να μας υποστηρίξει στρατιωτικά αν χρειαστεί; Ή απλά λειτουργεί η Κύπρος ως ντε φάκτο στρατηγικό βάθος; Να μην απλοποιούμε τα πράγματα. Ψευδαίσθηση είναι να νομίζουμε πως με μια σπαθιά τρώμε σαράντα δράκους.
- Η Ευρώπη στηρίζει το κεφάλαιο, πιστεύεις πως η Γερμανία θα επιτρέψει αλλαγή πολιτικής; Πρώτον η ΕΕ δεν έχει βούληση από μόνη της. Βασικά οι πολιτικές της είναι συνάρτηση συλλογικών αποφάσεων μεταξύ εθνικών κυβερνήσεων και Ευρωπαϊκών θεσμών. Αν λοιπόν η Ευρώπη έχει πρόβλημα νεοφιλελευθερισμού αυτό ουσιαστικά αντανακλά τάσεις και πολιτικές με εγχώρια ελατήρια ή προεκτάσεις. Ας μη ρίχνουμε όλο το φταίξιμο στο Ευρωπαϊκό επίπεδο τη στιγμή που το φαινόμενο είναι γενικό. Όσον αφορά το ρόλο της Γερμανίας, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ώστε να αποφεύγουμε στερεοτυπικές αντιλήψεις και υπερβολές. Σίγουρα η Γερμανία έχει διαχρονικά τον ορντολιμπεραλισμό (μη συγχύζεται με τον αγγλοσαξονικό νεοφιλελευθερισμό) ως σημαντικό συντελεστή της οικονομικής πολιτικής της. Αλλά μη νομίζουμε πως η Γερμανία είναι μονολιθική ή μονοδιάστατη. Όπως υπάρχουμε εμείς οι αντιφρονούντες στις χώρες μας, έτσι και στην Γερμανία υπάρχουν αυτοί που εναντιώνονται στο τοπικό κατεστημένο. Θέλουμε να δουλέψουμε μαζί τους για να επιτύχουμε τους κοινούς μας στόχους που είναι η ανατροπή που υπάρχοντος μοντέλου παραγωγής-κατανάλωσης-ιδιοκτησίας. Αλλά αφήστε να μακροπρόθεσμα σχέδια. Δείτε το σήμερα. Στη Γερμανική κοινωνία υπάρχουν πολλά θετικά στοιχεία που θέλουμε να αντιγράψουμε, πράγματα που στις χώρες μας δε τα έχουμε ακόμα, όπως μια καλύτερη κουλτούρα σε θέματα περιβάλλοντος και μεταχείρισης των σκουπιδιών. Φοβίες δεν έχουν τόπο στην πολιτική. Ας δούμε τα πράγματα σφαιρικά κι ας έχουμε τον εκλεκτισμό ως πυξίδα. Κρατούμε τα θετικά ενώ μαχόμαστε σθεναρά ενάντια σε κάθε τι το αρνητικό. Και κυρίως δε πρέπει να πέφτουμε στη παγίδα της διπολικής λογικής, όπου όλα είναι ή μαύρα ή άσπρα. Όλα είναι φασματικά. Υπάρχει εύρος υπαρκτών και πιθανών καταστάσεων.
Δε δογματίζουμε αλλά συζητούμε τον τρόπο μας
Σε αντίθεση με την παλαιά αριστερά, εμείς δεν είμαστε εδώ να στήσουμε ένα νέο δόγμα. Να ορίσουμε κάποια ταμπού, να βρούμε τη δικιά μας αυθεντία, να διαμορφώσουμε μια κοσμική θεολογία χωρίς θεό, και τα σχετικά. Θεωρούμε την πολιτική ως τρόπο ανταπόκρισης στα εξωτερικά ερεθίσματα. Προσαρμόζουμε τις επιλογές μας στην πραγματικότητα κι αν χρειαστεί αναθεωρούμε τις θέσεις μας με γνώμονα τις σταθερές μας αξίες. Έχουμε ως βάση την διαλεκτική (του Σωκράτη όχι του Έγελου) και τον ορθό λόγο. Συζητούμε τα θέματα, θέτουμε τους προβληματισμούς μας, δεχόμαστε διαφορετικές απόψεις. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η τεκμηρίωση.
Δε θέλουμε συζητήσεις των καφενείων και νοοτροπίες των γηπέδων. Συνθήματα και κούφια λόγια μας έχουν κουράσει. Το ίδιο και οι αριστερίστικες κορώνες για το ποιος είναι ο πιο αριστερός, που στην ουσία επικαλύπτουν την κυβερνοφοβία ορισμένων (ο φόβος τους μήπως αλλοιωθεί η «καθαρότητα» της ιδεολογίας τους). Εμείς θέλουμε να πάρουμε την εξουσία στα χέρια μας. Μόνο έτσι θα εφαρμόσουμε το πρόγραμμα μας. Γι’ αυτό πρέπει να σκεφτόμαστε σαν κράτος κι όχι σαν ρέμπελοι.
Το θέμα της Ευρώπης είναι ένα από τα πολλά όπου θέλουμε να εισάγουμε αυτό τον νέο τρόπο διαμόρφωσης αριστερού λόγου. Εξετάζουμε τις παραμέτρους, αξιολογούμε τις επιλογές μας, κάνουμε αντικειμενική ανάλυση όλων των δεδομένων, και λειτουργούμε αναλόγως. Αυτό που απορρίπτουμε εκ προοιμίου είναι την ανευθυνότητα και τις υποτιθέμενες εύκολες/μαγικές λύσεις. Στην πολιτική δεν υπάρχει κόψιμο δρόμου. Θέλει επιμονή και αγώνα. Κάθε στόχος απαιτεί συνέπεια σε βάθος χρόνου και η συνέπεια αυτή προϋποθέτει εμπλοκή με τα συγκεκριμένα της πολιτικής διαδικασίας.