Περί της σοσιαλδημοκρατίας
Η ανάγκη μιας νέας αριστεράς
Στην πολιτική κάθε ιδέα πρέπει να εξετάζεται μέσα στην ιστορικότητα της. Να αναγνωρίζονται οι παράγοντες που συνετέλεσαν στην διαμόρφωση και εφαρμογή της. Χωρίς την ιστορία δε μπορούμε να εκτιμήσουμε σωστά τα περιθώρια δράσης και συμβιβασμού. Αγνοούμε, δηλαδή, τη διάσταση του πραγματισμού, ασκώντας κριτική άδικη και ίσως μηδενιστική.
Μελετούμε την ιστορία των πολιτικών ιδεών ως αναθεωρητές του σήμερα και διαμορφωτές του αύριο. Δεν μας ενδιαφέρει να δικαιολογήσουμε πρόσωπα και πράξεις του χθες, ούτε να απολογηθούμε για την τροπή των πραγμάτων. Σκοπός μας είναι η κατανόηση των θετικών και των αρνητικών. Θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί στην προσέγγιση μας. Η μέθοδος μας να είναι πλήρης και συστηματική. Μόνο έτσι μπορούμε να συνθέσουμε και να ξανασκεφτούμε. Να κάνουμε το σωστό βήμα εμπρός.
Κι αυτό γιατί κάθε ιδέα διαμορφώνεται με βάσει τα ερεθίσματα του εξωτερικού κόσμου, την κατάσταση στη κοινωνία και την πορεία του πολιτισμού. Οι ιδέες και τα κινήματα που γεννιούνται από αυτές δεν στέκονται εκτός του χρόνου τους. Είναι απαντήσεις σε άμεσα ή αναμενόμενα ζητήματα. Η ζωή εξελίσσεται, οι κοινωνίες αλλάζουν, οι σχέσεις στην παραγωγή και κατανάλωση τροποποιούνται. Οι ιδεολογίες πρέπει να ακολουθούν και να προσαρμόζονται. Αλλιώς θα μένουν στο περιθώριο, η κάθε τους πρόταση να ακυρώνεται από την ίδια την πραγματικότητα.
Εξετάζουμε λοιπόν το χθες όχι για να βρούμε κάποια αυθεντία με όλες τις λύσεις, κάποιο τέλειο μοντέλο κοινωνίας για να εξομοιώσουμε. Αλλά για να έχουμε μια καλύτερη εικόνα του τι πρέπει και δεν πρέπει να επιδιώξουμε. Ποιες να είναι οι προτεραιότητες και ποιοι οι άξονες του αγώνα μας.
Έτσι λοιπόν μπορούμε να δούμε κατά πόσο η σοσιαλδημοκρατία πέτυχε τους στόχους της στην εποχή της κι αν μας είναι χρήσιμη ή επαρκής σήμερα.
Η εξέλιξη της παλαιάς τάξης
Η άνοδος των επαναστατικών κινημάτων του εθνικισμού (ως τάση για δημιουργία εθνών κρατών), φιλελευθερισμού, σοσιαλισμού στα τέλη του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα έθετε σε αμφισβήτηση την καθεστηκυία κατάσταση. Η παλαιά τάξη των βασιλιάδων, φεουδαρχών, παπάδων ήταν υπό απειλή. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία αναιρούσε αρχές όπως το κληρονομικό δίκαιο, δίνοντας τη δυνατότητα στο κάθε άτομο να συμμετέχει στην πολιτική. Παρομοίως η διασύνδεση των μεγεθών της κοσμικής κυριαρχίας με το—αποπροσωποποιημένο—έθνος κράτος έβαζε τέλος σε τύπους όπως την «ελέω θεού» βασιλεία, αντικαθιστώντας τους με την λαϊκή κυριαρχία και το κράτος δικαίου.
Η παλαιά τάξη πραγμάτων τελικά κατεδαφίστηκε. Όχι όμως συλλήβδην. Πολλά στοιχεία του παρελθόντος παρέμειναν σταθερά ή συνέχισαν να υπάρχουν με τις ανάλογες προσαρμογές στα νέα δεδομένα. Μια τέτοια αρχή είναι αυτή της ιδιοκτησίας. Έτσι δεν αμφισβητήθηκε η παλαιά τάξη ως προς την ουσία της. Η αγροτική οικονομία έδινε εμπράγματη ισχύ στον κάτοχο της γης, τον τοπικό άρχοντα ή φεουδάρχη. Ενώ με την βιομηχανική επανάσταση κι αργότερα με καινοτομίες σε θέματα χρήματος και πίστωσης (δημιουργία κεντρικών τραπεζών, αγορές κεφαλαίων, κτλ.) το συγκριτικό πλεονέκτημα το πήρε το κεφάλαιο.
Το κεφάλαιο είναι ετερογενές. Δεν πρόκειται δηλαδή για κάποιο συγκεκριμένο πράγμα, αλλά για οτιδήποτε λειτουργεί ως ο επιτρεπτικός παράγοντας μίας παραγωγικής διαδικασίας. Αυτό σε συνδυασμό με την αρχή της ιδιοκτησίας ανοίγει δυνατότητες υπερεκμετάλλευσης, παρασιτισμού, και δημιουργίας ντε φάκτο ολιγοπωλίων.
Η αρχή της ιδιοκτησίας δεν απαιτεί από τον κεφαλαιοκράτη να ασκεί κάποιο συγκεκριμένο επάγγελμα. Έτσι δεν υπάρχει κάποιο όριο στο πόσα μπορούν να ανήκουν σε κάποιο φυσικό/νομικό πρόσωπο. Συνεπώς η σχέση του κεφαλαιοκράτη με το μέσο παραγωγής που ελέγχει είναι παρόμοια με αυτή του φεουδάρχη. Το ίδιο αφορά τις σχέσεις ισχύος και εξάρτησης που προκύπτουν.
Οι μόνες επαναστατικές ιδεολογίες που αμφισβήτησαν την αρχή της ιδιοκτησίας ήταν αυτές του κομμουνισμού και κάποιων αναρχικών τάσεων (όπως το «η ιδιοκτησία είναι κλοπή» του Προυντόν). Αυτές λειτούργησαν ως μοχλός πίεσης μέσα στο ευρύτερο λαϊκό κίνημα, αναγκάζοντας τους πιο μετριοπαθείς να δεχτούν κάποιες προτάσεις σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν την ολική ρήξη. Η ιδέα του παρεμβατικού κράτους που διατηρεί δικές του επιχειρήσεις, ευνοεί τα μεγάλα συνδικάτα, και που κρατικοποιεί διάφορους τομείς της παραγωγής μπορεί να ερμηνευθεί ως ένας τέτοιος συμβιβασμός.
Το σύστημα που προκύπτει είναι αυτό της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς». Θεωρείται ως η χρυσή τομή μεταξύ των άκρων του καπιταλισμού και του κομμουνισμού. Ωστόσο η περιγραφή αυτή αγνοεί θέματα όπως τον έλεγχο επί των συντελεστών παραγωγής και διακυβέρνησης. Δεν μας λέει ποιες ομάδες συμφερόντων έχουν ισχυρότερη θέση στην οικονομία και, κατά προέκταση, ποιες επηρεάζουν περισσότερο την πολιτική διαδικασία.
Η σοσιαλδημοκρατία ως συμβιβασμός και ανάχωμα
Η Σοβιετική Ένωση ήταν η επικυριαρχία της Ρωσίας επί όλων των άλλων χωρών. Δεν πρόκειται για πρότυπο πολιτικής οργάνωσης που θα θέλαμε να εφαρμόσουμε. Ωστόσο το καθεστώς αυτό επηρέασε και τις πολιτικές της Δύσης με έμμεσο τρόπο. Στεκόταν ως αντίποδας στον δυτικό τρόπο κοινωνικής οργάνωσης και, κυρίως, ως υπενθύμιση προς τις τοπικές και υπερεθνικές ελίτ πως οι λαοί δύναται να εξεγερθούν.
Η καθεστηκυία τάξη είδε στην σοσιαλδημοκρατία μία επαρκή λύση σε ενδεχόμενα προβλήματα. Ένα παρεμβατικό κράτος που να παρέχει κάποια επιδόματα, να συντηρεί ένα διευρυμένο δημοσιοϋπαλληλικό τομέα ώστε να κρατά μερίδα του κόσμου πάντα στο πλευρό του, να παρέχει ειδικά ωφελήματα σε κάποια συνδικάτα, και γενικά να δίνει την εντύπωση του φιλεύσπλαχνου και αλτρουιστικού μηχανισμού.
Η ψευδαίσθηση της υποχώρησης και του ουσιαστικού συμβιβασμού. Άλλωστε αυτό που λέμε «καπιταλισμός», αυτό το θηρίο που νομίζουν πως δαμάζουν οι σοσιαλδημοκράτες, ήδη εκφράζεται ως κρατικός παρεμβατισμός. Νόμοι κρατών υποστηρίζουν το υπάρχον ιδιοκτησιακό καθεστώς. Διεθνής συνθήκες είναι αυτές που επιτρέπουν την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων κι άρα την υπέρμετρη ισχύ σχετικά λίγων πολυεθνικών εταιριών (τράπεζες κι όχι μόνο). Κρατικά μέτρα, όπως πατέντες («πνευματική ιδιοκτησία»), ευνοϊκή φορολογία, και άλλα κατ’ ευφημισμό «κίνητρα για επενδύσεις» αποτελούν σημαντικές παρεμβάσεις υπέρ του κεφαλαίου.
Η σοσιαλδημοκρατικής υφής παρεμβάσεις δεν τα αποτρέπουν όλα αυτά. Απλά προσπαθούν να τους δώσουν «κοινωνικό χαρακτήρα» ή να τους βάλουν «αριστερό πρόσημο» και άλλα τέτοια ωραία. Βέβαια αναγνωρίζουμε πως έστω κι αυτά είναι ένα επίτευγμα. Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα. Και σίγουρα εκτιμούμε τις προθέσεις των αγνών σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων που θέλουν να βελτιώσουν την κοινωνία.
Όμως η πολιτική είναι σκληρή, γιατί όλα κρίνονται από το αποτέλεσμα κι όχι τα κίνητρα. Η πρόθεση μπορεί να είναι αυτή του συμβιβασμού μεταξύ των δύο άκρων, αλλά στην πραγματικότητα έχουμε το ίδιο μοντέλο παραγωγής-κατανάλωσης-ιδιοκτησίας με διαφοροποιήσεις σε επιμέρους θέματα. Η ουσία του συστήματος είναι η ίδια από την αρχή της μοντέρνας εποχής μέχρι σήμερα.
Η σοσιαλδημοκρατία δεν υποστηρίζει τα λαϊκά στρώματα
Η σοσιαλδημοκρατία είναι εκ πρώτης όψεως ένα αντιφατικό φαινόμενο. Θέλει την πρόοδο αλλά οι πολιτικές της συντηρούν το καθεστώς. Είναι ένας ιστορικός συμβιβασμός μεταξύ των λαϊκών δυνάμεων και της άρχουσας τάξης, αλλά ταυτόχρονα λειτουργεί ως ανάχωμα που αποτρέπει πιο ριζικές αλλαγές.
Στις χώρες μας δεν υπάρχουν πλέον οι στρατιές των εργατών της φάμπρικας. Ούτε τα μεγάλα συνδικάτα που μπορούσαν με τις κινητοποιήσεις τους να πιέσουν τους κεφαλαιοκράτες. Ένεκα της ελεύθερης διακίνησης του κεφαλαίου, μεγάλο μέρος της βιομηχανικής παραγωγής γίνεται σε χώρες της Ασίας, ενώ με την ολοένα αυξανόμενη ψηφιοποίηση/ρομποτοποίηση της οικονομίας, ο εργάτης καθίσταται λιγότερο χρήσιμος κι άρα χάνει τη διαπραγματευτική του δύναμη. Η επισφαλής εργασία είναι η νέα κανονικότητα.
Παράγοντες όπως αυτοί δυσκολεύουν τις προσπάθειες των κεντροαριστερών κομμάτων να βρουν ψήφους. Η «εργατιά» δεν είναι πλέον ένα ομοιογενές σύνολο ανθρώπων, αλλά όλοι όσοι βρίσκονται σε δυσμενή ή αβέβαιη κατάσταση, υπάλληλη, αυτοεργοδοτούμενοι, μικροεπιχειρηματίες. Γι’ αυτό οι σύγχρονοι σοσιαλδημοκράτες κάνουν στροφή σε πολιτικές ταυτοτήτων, όπως τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και των μεταναστών. Η παλιά τους βάση σιγά-σιγά συρρικνώνεται.
Όμως σε αυτή τους τη στροφή έχουν αναγκαστεί να υιοθετήσουν θέσεις που λειτουργούν ενάντια στα συμφέροντα των εργατών. Παράδειγμα οι πολιτικές των ανοιχτών συνόρων. Σίγουρα είμαστε υπέρ της αλληλεγγύης των λαών ενάντια σε κάθε μορφή τυραννίας. Αλλά εδώ υπάρχει μια παρεξήγηση: η ελεύθερη μετανάστευση δεν είναι κατ’ ανάγκη πράξη αλληλεγγύης. Ρωτήστε και τους νεοφιλελεύθερους τι πετυχαίνει η αυξημένη προσφορά εργατικού δυναμικού και γιατί είναι όλοι φανατικά υπέρ. Πέφτουν τα μεροκάματα, αυξάνεται η ανεργία στους ντόπιους, μειώνεται ακόμα περισσότερο η διαπραγματευτική ισχύς του εργάτη να καθορίσει πολιτικές, και έτσι ενισχύεται η σχέση εξάρτησης του με το κράτος όπου κάτι μικροεπιδόματα φαντάζουν ως μέτρα κοινωνικής συνοχής.
Αυτοί που μένουν ως η βάση των σοσιαλδημοκρατών είναι κατά κύριο λόγο οι υπάλληλοι του ευρύτερου δημοσίου τομέα. Δεν επηρεάζονται από τον διεθνή ανταγωνισμό, τα συνδικάτα τους παραμένουν ισχυρά, το ίδιο και τα κεκτημένα τους.
Κι εδώ πρέπει να εισάγουμε την έννοια του «ρίσκου» ως βασικού κριτηρίου για την κατανόηση των κοινωνικών στρωμάτων. Ένας επιχειρηματίας που βγάζει όσα ένας δημόσιος υπάλληλος δεν μπορεί να είναι στην ίδια κατηγορία με αυτόν διότι ο πρώτος φέρει το ρίσκο της επιχείρησης (τη πιθανότητα απωλειών ή και χρεοκοπίας) ενώ ο τελευταίος βασικά δε φέρει ρίσκο καθώς τυγχάνει της προστασίας του κράτους.
Αυτήν ακριβώς την κατάσταση της επισφαλούς εργασίας δεν θέλουν να την αντιμετωπίσουν οι σοσιαλδημοκράτες, ίσως γιατί είναι δύσκολο να την στοχεύουν ψηφοθηρικά. Προτιμούν τις ομάδες ανθρώπων που δεν φέρουν ρίσκο ή που οι προτεραιότητες τους είναι θέματα ταυτοτήτων. Τα διαχρονικά ζητήματα της κατανομής του πλούτου, των συνθηκών διαβίωσης, και του ελέγχου της πολιτικής διαδικασίας πάνε στο περιθώριο ωσάν να έχουν ξεπεραστεί από την ιστορία. Ο λόγος ύπαρξης τους πλέον είναι η διαχείριση του κράτους εκ των έσω που συνήθως γίνεται μέσα από συγκυβερνήσεις με συντηρητικά κόμματα.
Μην ξεχνούμε τις βαθιές αλλαγές
Η επανάσταση δε μπορεί να γίνει σε μια νύχτα. Δεν περιμένουμε να αλλάξει το σύστημα δια μιας. Μπορούμε να δεχτούμε συμβιβασμούς και μέτρα που μας πηγαίνουν πιο κοντά στους στόχους μας. Είμαστε πραγματιστές. Ξέρουμε πως το ιδανικό πρέπει να είναι ο οδηγός της πράξης κι όχι ο εχθρός του εφικτού. Να παίρνουμε δηλαδή κάτι παρά τίποτα. Ποτέ όμως δεν ξεχνάμε πως απώτερος σκοπός είναι η αλλαγή του υπάρχοντος μοντέλου παραγωγής-κατανάλωσης-ιδιοκτησίας.
Κι εδώ είναι το πρόβλημα με τη σοσιαλδημοκρατία. Έχει καταντήσει ένα είδος κομφορμισμού και περισπασμού από τα μεγάλα ζητήματα. Δε μπορεί πλέον να επιβάλει τους όρους της. Ασχολείται με το πως θα παραμείνει στην εξουσία. Έχει γίνει αυτοσκοπός της. Τελείωσε το αφήγημα του ιστορικού συμβιβασμού μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού.
Οι σοσιαλδημοκράτες ανήκουν στο χθες. Παραμένει όμως η ανάγκη του λαού να εκφραστεί πολιτικά, να φτιάξει τους θεσμούς του, και να αυτοκυβερνηθεί. Αλλά απουσιάζει το πολιτικό υποκείμενο, το κίνημα εκείνο που να τον περιβάλλει. Έτσι μένει αδρανής.
Κρίνουμε πως μια νέα αριστερά είναι επιτακτική ανάγκη της εποχής μας. Αλλάζουν οι καιροί, πρέπει να αλλάζουν και οι ιδεολογίες. Προσπερνούμε τη σοσιαλδημοκρατία γιατί πιστεύουμε πως έδωσε όλα όσα είχε να δώσει και πως από εδώ και πέρα λειτουργεί παρασιτικά εις βάρος της ευρύτερης κοινωνίας.
Με την Πρωτοβουλία Νέας Αριστεράς θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε τις νέες ιδέες που θεωρούμε πως λείπουν αυτή τη στιγμή. Θα χαράξουμε γραμμή σε ζητήματα κοινωνίας, περιβάλλοντος, κυβερνοχώρου, κρατικής κυριαρχίας, πολιτικής οργάνωσης, και τα σχετικά. Θα δείξουμε τον δρόμο προς το αύριο μέσα από τον λόγο και την ανάλυση, χωρίς σημαιούλες, κούφια λόγια και τις γνωστές τυπολατρίες της παλαιάς αριστεράς. Απευθυνόμαστε στις ομάδες των ανθρώπων που έχουν τεθεί στο περιθώριο από το κατεστημένο.